Το «Baghead» είναι η παρθενική ταινία του πρωτάρη σκηνοθέτη Alberto Corredor. Από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση η αρκετά πρωτότυπη υπόθεση. Ένα καταχθόνιο πλάσμα κρύβεται στο υπόγειο μιας παμπ που κληρονομεί μια νεαρή κοπέλα από τον αλλόκοτο πατέρα της ο οποίος σκοτώθηκε μυστηριωδώς στον ίδιο χώρο. Το πλάσμα -που καλύτερα να το αποκαλούμε μάγισσα αφού για μάγισσα μοιάζει- έχει τη δυνατότητα μετά από επαφή με κάποιο αντικείμενο νεκρού να έρχεται σε επαφή με αυτόν και να τον φέρνει προσωρινά face-to-face με το πρόσωπο που το αναζητά.
Υπάρχει ένας ανησυχητικός περιορισμός όμως καθώς ο επιτρεπτός χρόνος συνομιλίας με το νεκρό είναι τα δύο λεπτά. Μετά από αυτά η μάγισσα μπορεί να πάρει τον έλεγχο και να κυριεύσει τον ζωντανό με απρόβλεπτες συνέπειες. Το ακόμη πιο τρομακτικό είναι ότι όσο περισσότερο χρησιμοποιεί κανείς τις σκοτεινές υπηρεσίες της μάγισσας, τόσο πιο εξαρτημένος γίνεται από αυτήν. Θα καταφέρει η κληρονόμος να ελέγξει το νέο της κληροδότημα και αυτούς που θέλουν να έρθουν σε επαφή μαζί της; Ή μήπως οι δυνάμεις του σκότους θα απελευθερωθούν από το υπόγειο στον έξω κόσμο με ολέθριες συνέπειες;
Για την παραμορφωμένη μάγισσα πρέπει αν παραδεχτούμε ότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά τόσο στο μακιγιάζ και τα κουστούμια όσο και στα υπόλοιπα εφέ. Οι αντιδράσεις της είναι πραγματικά ανατριχιαστικές. Η αργόσυρτη κίνησή της ενισχύει την εικόνα ανατριχίλας που παράγει. Περιστασιακά οικοδομείται μια απειλητική ατμόσφαιρα τρόμου που κορυφώνεται σε σεκάνς όπως εκείνη της αναζήτησης της φίλης της πρωταγωνίστριας μέσα στην σκοτεινή τρύπα του τοίχου όπου ζει η παρακμιακή μάγισσα. Κρίμα όμως που η ατμόσφαιρα χάνεται στις άλλες στιγμές – στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ δηλαδή.
Το «Baghead» βασίζεται σε ταινία μικρού μήκους με τον ίδιο τίτλο από τον ίδιο σκηνοθέτη.
Αυτό που προκαλεί αρνητική εντύπωση πέρα από τις αναμενόμενες σεναριακές υπερβολές και τις απαράδεκτες ευκολίες της πλοκής είναι η γενικότερη σεναριακή αμηχανία του έργου. Δηλαδή βλέπουμε και ξαναβλέπουμε τους χαρακτήρες να κατεβαίνουν στο υπόγειο για να έρθουν σε επαφή με τη μάγισσα ενώ προηγουμένως δείχνουν ότι έχουν πειστεί να μην παίζουν άλλο με το κακό που κρύβεται εκεί. Παρά τις προειδοποιήσεις συνεχίζουν να το κάνουν και για να μοιάζει λογική η απόφασή τους επινοείται μια απλοϊκή λύση περί πάταξης του κακού μια για πάντα, μέσω καλύτερης γνώσης του παρελθόντος της μάγισσας.
Το ανεβοκατέβασμα όμως δεν πείθει καθώς οι διάλογοι των χαρακτήρων με τους νεκρούς που ενσαρκώνει η μάγισσα είναι ρηχοί, ανεπαρκείς και πρόχειρα επιτηδευμένοι. Οι ερμηνείες πάντως είναι αξιοπρεπείς για τα δεδομένα της ταινίας. Η σκιαγράφηση του παρελθόντος της μάγισσας έχει κάποιο ενδιαφέρον αλλά δεν είναι και τόσο ευρηματική θα λέγαμε. Γνωστά μοτίβα παίζουν και εδώ με τα πρόσωπα που τιμωρήθηκαν άδικα να αναζητούν δικαίωση.
Άλλο μειονέκτημα είναι η απρόσμενη έλλειψη βίας και gore. Γενικά το «Baghead» κράτησε χαμηλά τον δείκτη του σοκ σε σημείο απογοήτευσης. Συμπερασματικά, δεν το λες κακό φιλμάκι αλλά σίγουρα δεν είναι τόσο ενδιαφέρον όσο μας έκανε να πιστέψουμε αρχικά λόγω της καινοτόμου κεντρικής ιδέας του. Χρειαζόταν περισσότερη δημιουργικότητα και ένταση που δυστυχώς δεν έχει. Ίσως ο δημιουργός του να τα καταφέρει καλύτερα την επόμενη φορά. Εμείς του το ευχόμαστε.