Το ιστορικό «Duel» (1971) του Steven Spielberg και λιγότερο το κλασικό «Christine» του Carpenter (1983) φαίνεται να έχουν επηρεάσει αυτό το ευχάριστο φιλμάκι τρόμου. Εδώ στο ρόλο του «κακού» οχήματος βρίσκεται μια μαύρη Κάντιλακ του 1957 όπως άλλωστε υποδηλώνει και ο τίτλος του έργου. Πρωταγωνιστές είναι τρεις νέοι οι οποίοι μετά από έναν άγριο καυγά με ντόπιους σ’ ένα απομονωμένο μπαρ του Wisconsin παίρνουν οδικώς το δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους στη Minnesota. Η νυχτερινή κούρσα τους όμως δεν θα είναι ανέμελη αφού μια μυστηριώδης μαύρη Κάντιλακ τους καταδιώκει με πολύ άγριες διαθέσεις. Ποιος ή ποιοι μπορεί να θέλουν το κακό τους; Και τι ρόλο παίζει ο παράξενος αστυνομικός που πήραν στο αμάξι τους όταν χάλασε το δικό του όχημα;
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από ένα παρόμοιο συμβάν από το παρελθόν του σκηνοθέτη. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας ’80 καθώς επέστρεφε οδικώς στο σπίτι του μαζί με φίλους, κυνηγήθηκαν για αρκετές ώρες από ένα άγνωστο αυτοκίνητο.
Πολλά και ευχάριστα τα ερωτήματα όχι όμως και ανάλογα καλές οι απαντήσεις. Το «Black Cadillac» αντλώντας στοιχεία και ορμή από τις προαναφερθείσες ταινίες κινείται σε γρήγορο tempo, αυξάνει την αδρεναλίνη μας με τις ξέφρενες καταδιώξεις και τα εφετζίδικα χειρόφρενα στην παγωμένη άσφαλτο, μας εντυπωσιάζει με τα άγρια χιονισμένα νυχτερινά τοπία αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώνει την προσπάθειά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Περιέχει βέβαια 3 καλογραμμένους πρωταγωνιστές με ικανοποιητική σκιαγράφηση και ευχάριστη ποικιλία που τους διαφοροποιεί. Ο οδηγός είναι ένας πετυχημένος, ρωμαλέος νέος καθώς και γόης. Ο μικρότερος αδερφός του τον βλέπει σαν το απόλυτο ίνδαλμα, ακολουθεί πειθήνια της συμβουλές του και αυτό το βράδυ φιλοδοξεί να χάσει την παρθενιά του φλερτάροντας με μια γκόμενα στο μπαρ. Ο τρίτος της παρέας είναι ο κολλητός του μεγαλύτερου αδερφού με σημείο αναφοράς τη μακροσκελή ουλή στο πρόσωπό του για την οποία αφηγείται πληθώρα ιστοριών που την «εξηγούν». Μοιάζει πιο αλητάμπουρας από τους άλλους δύο και είναι αυτός που ξεκινάει τον καυγά στο μπαρ. Ο δε μπάτσος (Randy Quaid) που επιβιβάζουν στο όχημά τους δεν πείθει με τίποτα για την ειλικρίνεια του κι από την πρώτη στιγμή προκαλεί την καχυποψία των θεατών.
Ενώ το φιλμ δίνει μεγάλη βάση στην ανάπτυξη των χαρακτήρων του οι οποίοι κάποια στιγμή προβαίνουν στις πιο ειλικρινείς εξομολογήσεις για το παρελθόν τους επιδεικνύοντας έναν ασυνήθιστο συναισθηματισμό, δεν φροντίζει επαρκώς το σουλούπωμα της πλοκής. Εξηγήσεις κατώτερες των προσδοκιών, απλοϊκές και ανέμπνευστες, πλαισιωμένες από κακοφτιαγμένες σκηνές δράσης που ξενερώνουν και τους λιγότερο απαιτητικούς ζημιώνοντας την γενικά καλή μέχρι τότε εικόνα. Όχι ότι το σενάριο ήταν αψεγάδιαστο αφού μερικές αφελείς ή αδικαιολόγητες γκέλες είχε ήδη κάνει αλλά οι τελικές αποκαλύψεις για την μαύρη Κάντιλακ είναι που απογοητεύουν περισσότερο. Πώς πρέπει να αξιολογήσουμε το φιλμ λοιπόν; Σίγουρα όχι άσχημη επιλογή για σαββατόβραδο με παρέα. Έχει σασπένς, ατμόσφαιρα και αξιοπρεπή ηθοποιία. Από την άλλη όμως το «Black Cadillac» χρειαζόταν πολλά περισσότερα για να κερδίσει τον θαυμασμό μας παρά τις φιλότιμες πλην όμως ελλιπείς προσπάθειές του.
Θετικά: Μπόλικο σασπένς, καλή δουλειά στους χαρακτήρες και στους διαλόγους, πειστική ατμόσφαιρα, όμορφο νυχτερινό χιονισμένο τοπίο.
Αρνητικά: Αδύναμες εξηγήσεις για την ταυτότητα της μαύρης Κάντιλακ, απότομη πτώση της έμπνευσης και του ενδιαφέροντος προς τις τελικές σεκάνς.
Συμπέρασμα: Συμπαθητικό φιλμ τρόμου με αρκετές ατέλειες όμως. Ενδείκνυται για τους λάτρεις της ταχύτητας και της κόντρας στην άσφαλτο.
Βαθμός:
Gore:
👆 Οι καλύτερες σκηνές (spoilers):
- Ο αρχικός καυγάς στο μπαρ όπου πέφτουν πολλά μπουνίδια και το ευχαριστιόμαστε.
- Οι ριψοκίνδυνες κόντρες και «αυτοκινητομαχίες» μεταξύ της Saab των ηρώων και της Κάντιλακ στους παγωμένους νυχτερινούς δρόμους.