Ο συνδυασμός του βασιλιά του λογοτεχνικού τρόμου Stephen King και του μετρ των μεταλλάξεων David Cronenberg δύσκολα θα μπορούσε να αποτύχει σε μια ταινία τρόμου κι αυτό το διαπιστώνουμε στο εξαιρετικό και διαχρονικό «The Dead Zone» του 1983. Ο Καναδός σκηνοθέτης παίρνει στα χέρια του ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα του King και το απογειώνει προσφέροντάς μας ένα γεμάτο και αγωνιώδες μεταφυσικό θρίλερ.
Στο «The Dead Zone» παρακολουθούμε τη δραματική ιστορία του Johnny Smiths, ενός δασκάλου που πέφτει σε κώμα ύστερα από τροχαίο ατύχημα και ξυπνά μετά από 5 χρόνια! Με απογοήτευση διαπιστώνει ότι η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι αφού η αγαπημένη του πλέον παντρεύτηκε άλλον άντρα κάνοντας μάλιστα και παιδί. Ωστόσο, υπάρχει κάτι παράξενο που έφερε μαζί του στην επιστροφή του από τον «λήθαργο». Κάτι που εισέρχεται στη σφαίρα του υπερφυσικού.
Ο Johnny διαθέτει πλέον το μεταφυσικό χάρισμα να βλέπει κάποια σημαντική στιγμή από το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον ανθρώπων όταν τους αγγίζει. Ταυτόχρονα όμως ο οργανισμός του εξασθενεί και αντιμετωπίζει το χάρισμά του με προβληματισμό. Πρέπει ή όχι να βοηθήσει την κοινωνία αποτρέποντας μοιραίες καταστάσεις; Το χάρισμά του μήπως δεν απέχει και πολύ απ’ το να εξελιχθεί σε κατάρα;
Το cast είναι σπουδαίο με κεντρική φιγούρα τον Christopher Walken ο οποίος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας κάνοντάς μας να ταυτιστούμε με τον δραματικό ρόλο του Johnny. Και οι άλλοι ηθοποιοί τα πάνε περίφημα αλλά ο Walken είναι πραγματικά συγκλονιστικός εδώ και σηκώνει στις πλάτες του το μεγαλύτερο βάρος του «The Dead Zone». Το χιονισμένο τοπίο σε συνδυασμό με τον απύθμενο ψυχικό πόνο του πρωταγωνιστή ύστερα από το κώμα διαμορφώνουν μια βαριά, καταθλιπτική ατμόσφαιρα που ταρακουνά συναισθηματικά τον θεατή.
Τα οράματα που βλέπει ο Johnny μετά από κάθε άγγιγμα απεικονίζουν πολύ δυνατές σκηνές οι οποίες δίνονται με ρεαλισμό και έντονο συναίσθημα. Πρόκειται για έναν έξοχο τρόπο εισαγωγής μεταφυσικών στοιχείων σε φιλμ, παραδίδοντας ταυτόχρονα μαθήματα για το πώς πρέπει να γίνεται το συγκεκριμένο πάντρεμα χωρίς να χάνεται η σοβαρότητα.
Από άποψη βίας τα πράγματα είναι κάπως ήπια αφού η φύση του φιλμ καθιστά τις μεγάλες ποσότητες αίματος αχρείαστες. Και ο Cronenberg δείχνει από νωρίς την ικανότητά του να δημιουργεί ποιοτικά θρίλερ χωρίς ένα από τα αγαπημένα του στοιχεία – το ζουμερό gore. Υπάρχει βέβαια μια ανατριχιαστική σκηνή αυτοκτονίας που αποτελεί εξαίρεση στο γενικά διακριτικό στιλ αλλά ταιριάζει απόλυτα με το πεσιμιστικό κλίμα της ταινίας. Το φινάλε είναι απλά συγκλονιστικό κλείνοντας ένα εξαιρετικό έργο δραματικά όπως και πορευόταν στη μεγαλύτερη διάρκειά του.
Συμπερασματικά, κανένας λάτρης των σοβαρών μεταφυσικών θρίλερ δεν πρέπει να χάσει αυτή τη θαυμάσια ταινία που τα έχει σχεδόν όλα. Ανήκει στις πιο επιτυχημένες κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορημάτων του Stephen King και σίγουρα στο top 5 των εν λόγω μεταφορών.