Ο μαέστρος του ιταλικού τρόμου, επιστρέφει με ασύλληπτη ευκολία στο σήμα κατατεθέν είδος του, μετά από μια αξιοσέβαστη εμπειρία στο σινεμά τρόμου και μυστηρίου, που κατέκτησε με το σπαθί του ανά τα χρόνια. Κατά τα δικά του λεγόμενα, ορμώμενος από μια προσωπική του εμπειρία ενός εμμονικού του θαυμαστή που τον καταδίωκε με την πρόφαση των προηγούμενών του ταινιών, επιδίωξε να διεκπεραιώσει την ιστορία του με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Στην φανταστική του ιστορία, ο πρωταγωνιστής ακούει στο όνομα, Peter Neal και ασχολείται με την συγγραφή βιβλίων μυστηρίου, με αντιήρωες, μανιακούς δολοφόνους. Την χρονική περίοδο που βρίσκεται στην Ρώμη για την προώθηση του νέου του βιβλίου, αντιλαμβάνεται πως κάποιος πήρε τους χαρακτήρες του περισσότερο σοβαρά από ότι θα έπρεπε και αντλεί τρομαχτικές επιρροές από τους φόνους που περιγράφει γλαφυρά, ο Peter.
Με προφανή ευθύνη για την σημαντική επιρροή που ασκεί στους αναγνώστες του, ο πρωταγωνιστής δίνει τα φώτα του για την αποκάλυψη του θύτη στις αστυνομικές αρχές. Στο πλάι του βρίσκονται πιστά, τόσο οι ντετέκτιβ οι οποίοι δεν λείπουν ποτέ άλλωστε από την ομάδα του Argento, όσο και η ατζέντισσα και βοηθός του, την οποία ενσαρκώνει η Daria Nicolodi. Το «Tenebrae» aka «Tenebre» (για το αγγλόφωνο κοινό «Unsane»), περιστρέφεται γύρω από σωρηδόν δολοφονίες γυναικών, όπως, ούτως η άλλως, είθισται στα giallo. Μούσες του, ανέκαθεν, οι γυναικείες μορφές, οι οποίες καταλήγουν βουτηγμένες στα αίματα, αφότου πρώτα ουρλιάξουν παθιασμένα για την διαφυγή τους από τα χέρια του μακάβριου φονιά. Άλλη πηγή έμπνευσής του, αναφέρει πως υπήρξε μια σειρά δολοφονιών στο Λος Άντζελες και θέλησε να δώσει ζωή στην φρικτή πραγματικότητα τέτοιων σιχαμερών εγκλημάτων δίχως αιτία.
Ο πρώτος ηθοποιός στο μυαλό του Argento για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, ήταν ο Christopher Walken. Τελικά, ο ρόλος κατέληξε στον Anthony Franciosa.
Κατηγορηματικά, έκανε μια υπέροχη δουλειά όσον αφορά την πιστότητα στα ερεθίσματά του της αληθινής ζωής, όσο παράλληλα τελειοποιεί την αριστουργηματική σύνθεσή του με τις γνωστές Argentίστικες τεχνικές, που αναπτύχθηκαν στο έπακρο κατά την διάρκεια της δεκαετίας (του ‘80). Φανερά, κουρασμένος από την παρόμοια συνταγή με την οποία «μαγειρεύουν» εν πολλοίς, οι δημιουργοί των gialli (κατατάσσοντας και τον εαυτό του ανάμεσα σε αυτούς), εδώ λειτουργεί με ευδιάκριτες καινοτομίες, όχι τόσο τεχνικές, όσο ηθογραφικές. Οι γυναίκες του, αισθητά πιο δυναμικές, συνεπαρμένες από τον επαναστατικό τους οίστρο, αρνούμενες πλέον να συνεχίσουν να καθίστανται θύματα στην ιστορία που θα σκαρφιστεί ο εκάστοτε τρελάκιας, είτε αυτός είναι μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος ή εγκληματίας.
Ο Argento, επανεμφανίζεται στην giallo σκηνή, ισχυρότερος, σοφότερος και εξαιρετικά ανανεωμένος, με την χαρακτηριστική του ροκ μουσική, τους αινιγματικούς του χαρακτήρες και τους αποτρόπαιους, πλην όμως, συναρπαστικούς θανάτους των πολυάριθμων θυμάτων. Οι σκηνές, πιο βίαιες, πιο αγωνιώδεις και οπτικοακουστικά άρτιες, με την πάντοτε παρούσα «φασαριόζικη» υποκριτική των θυμάτων, που μας έχουν συνηθίσει στις ατέρμονες κραυγές. Την μουσική, αναλαμβάνουν δύο πρώην μέλη του συγκροτήματος «Goblin». Η ταινία παρ’ ότι κατάφερε να διχάσει τις απόψεις των κριτικών με εκείνες των φανατικών του είδους, παρέμεινε για πολλά χρόνια μετέπειτα στις κλασικές λίστες ταινιών τρόμου όλων των εποχών, όπως επίσης και στα έγκατα των «video nasties».