Αρχική Reviews Movies Ο εξορκιστής (The Exorcist) Review

Ο εξορκιστής (The Exorcist) Review

Στο «The Exorcist» μια μητέρα προσκαλεί στο σπίτι της δύο ιερείς για να εξορκίσουν την δωδεκάχρονη δαιμονισμένη κόρη της.

Μια λαμπερή ηθοποιός του κινηματογράφου, η Chris McNeil (Ellen Burstyn) ζει με την έφηβη κόρη της, Regan (Linda Blair), σε ένα σπίτι στο Georgetown. Η ζωή της Chris εκ πρώτης όψεως φαντάζει ιδανική, όμως τα άγχη μιας μόνης μητέρας που παράλληλα συντηρεί ένα σπίτι, μια ανήλικη κόρη και μια επιτυχημένη καριέρα στην υποκριτική (και κατά συνέπεια μια αξιότιμη θέση στην γκλαμουράτη πλευρά του επαγγέλματός της), δεν μπορούν παρά να επιβεβαιώσουν πως η δουλειά της είναι κάτι παραπάνω από απαιτητική. Ενώ όλα βαίνουν ομαλώς, με την νεαρή Regan να φαίνεται ότι υπερλατρεύει την μητέρα της ως το μοναδικό γονικό παράδειγμα που έχει στην διάθεσή της κατά την -κατ’ επιλογήν- απουσία του πατέρα της και την καριέρα της Chris να βρίσκεται στο πικ της, η μοίρα σιωπηλά ετοιμάζει σιγά σιγά την συντριπτική της εκδίκηση.

Αρχικά, έρχονται αλλόκοτοι θόρυβοι από την σοφίτα, που δικαίως η πρώτη σκέψη θα ήταν ότι προέρχονται από τρωκτικά. Όμως στην οικία, υπεύθυνοι για την καθαριότητά της, είναι παραπάνω από ένα άτομο ώστε να επιβεβαιώσουν πως είναι καθαρή από παρασιτικούς «εισβολείς». Η μικρή Regan από την άλλη, έχει μια άλλη άποψη επί του θέματος, ισχυριζόμενη πως ο θόρυβος προκαλείται από τον φανταστικό της φίλο. Αυτό είναι και το πρώτο στοιχείο που μας παραχωρείται για την νεαρή πρωταγωνίστρια. Η Regan κατέχει μια έκδηλη αδυναμία ως προς την μητέρα της, υποδηλώνοντας περισσότερο θαυμασμό, ωστόσο με ψήγματα ενός παραπόνου που την αφήνει τόσες ώρες μόνη της, με αποτέλεσμα να βρει καταφύγιο σε δικής της επινόησης φίλους.

Η Regan έχει μόλις πατήσει στην πιο δύσκολη περίοδο της εφηβίας της. Τώρα ξεκινάει να ανακαλύπτει το σώμα της, σταδιακά την σεξουαλικότητά της, όπως επίσης να απορρίπτει ορισμένα δεδομένα της μέχρι τώρα ζωής της και να αρχίσει να πλάθει τον δικό της χαρακτήρα. Πράγματα που η Chris ήταν αρκετά απασχολημένη για να αποδεχτεί. Το κορίτσι, συμπεριφέρεται απότομα, βίαια. Από την μια μέρα στην άλλη, η προσωπικότητά της έχει αλλάξει άρδην και με το πέρασμα των ημερών, μετατρέπεται σε ένα αδυσώπητο κτήνος, ψυχικά και εμφανισιακά.

Μετά από πολυάριθμες υπεράνθρωπες προσπάθειες να αντιληφθούν, μητέρα και γιατροί, τι προκαλεί στην Regan την τάση να ξεστομίζει ασύστολα βρωμόλογα και να αντιδράει στους πάντες και στα πάντα, η ίδια βασανίζεται από διεξοδικές, ανώφελες ιατρικές εξετάσεις. Μετά από την οδυνηρή συνειδητοποίηση πως η επιστήμη δεν έχει κάτι παραπάνω να δώσει στην νεαρή Regan, όσο η κατάστασή της ολοένα και χειροτερεύει, η ζωή της Chris μετατρέπεται σε μια αληθινή κόλαση. Παρά τις ενστάσεις της, δεν της απομένει άλλη επιλογή παρά να ανατρέξει σε άλλους ειδικούς και αυτή την φορά εμπλεκόμενους με την θρησκεία. Καταφεύγει λοιπόν, σε ιερείς που με φόβο προθυμοποιούνται να αντιμετωπίσουν το απόλυτο Κακό, τον δαίμονα από τον οποίο βάλλεται η οικία των McNeil.

Παράλληλα, εκτυλίσσεται η ιστορία ενός Ελληνοαμερικανού ιερέα, του Damien, που χάνει την μητέρα του και εν συνεχεία εκτός από το δυσάρεστο αυτό γεγονός έρχεται αντιμέτωπος και με την πίστη του, η οποία με τον καιρό φθίνει. Οι δρόμοι των δύο πρωταγωνιστών, δεν αργούν να συναντηθούν. Ο συνάδελφος του Damien, ο πάτερ Dyer, θεωρεί πως ο καταλληλότερος για την υπόθεση της Regan είναι ο νεαρός ιερέας, οπότε και πείθει εν τέλει την Chris να συμφωνήσει στον τρόπο που θα αντιμετωπιστεί η κατάσταση της κόρης της. Ταυτόχρονα, η Regan χάνει όλο και πιο πολύ την ανθρώπινη υπόστασή της, παραβλέποντας τους τρόπους της, οποιονδήποτε κανόνα, ενώ η εικόνα της μητέρας της και της προηγούμενής της ζωής, μοιάζουν πια θολά.

Η ταινία με το πέρας των λεπτών της, γίνεται σκοτεινότερη. Το κλίμα αλλάζει αισθητά και το όμορφο σπίτι στο Georgetown, είναι πλέον ψυχρό και δείχνει μολυσμένο. Η πρωταγωνίστρια διαρκώς βρίζει, κάνει πράσινους εμετούς, χτυπάει, σκοτώνει και διέπεται από ένα πελώριο σύννεφο σκότους. Δεν μιλάμε πλέον για ένα έφηβο κορίτσι που ανακαλύπτει τον εαυτό του, αλλά για τον ίδιο τον Σατανά. Η Chris είναι ανίκανη πλέον να την σταματήσει καθώς η δύναμη της Regan, είναι ανώτερη των ανθρωπίνων δυνάμεων.

Όμως, πολύ πριν λάβει χώρα το συμβάν στο Georgetown, η ταινία ανοίγει με μια σκηνή στο Ιράκ, όπου ένας ιερέας, ονόματι Merrin (Max von Sydow), λαμβάνει μέρος σε μια ανασκαφή όπου ανακαλύπτεται η ύπαρξη ενός αρχαίου δαίμονα (Pazuzu). Κατά έναν τρόπο, το πνεύμα του μεταφέρεται μίλια μακριά και καταλήγει στο Georgetown, εξού και η φρικιαστική κατάρα που βρήκε την μητέρα και την νεαρή της κόρη.

Εξειδικευμένος στους εξορκισμούς, ο Merrin καλείται να δώσει ένα χέρι βοηθείας στην ανεξέλεγκτη Regan και τον τρομοκρατημένο ιερέα που επιδιώκει να την ηρεμήσει. Έπειτα από ανώφελες προσπάθειες, έρχεται η στιγμή του τελικού εξορκισμού όπου παρόντες είναι μόνο η Regan και οι δύο ιερείς. Εκτός από πολυαναμενόμενη, ύστερα από τα συνεχή βασανιστήρια των ηρώων, η προκείμενη σκηνή είναι και η κατηγορηματικά πιο ισχυρή και όχι απλώς για την ίδια την ταινία αλλά και για ολόκληρο το σινεμά τρόμου, όπως τουλάχιστον είχε εξελιχθεί έως τώρα.

Ο William Friedkin, εκτός από ψυχοπαθής, ανώμαλος (και όλα τα υπόλοιπα που του προσάπτονται) ήταν αναμφίβολα και εξαιρετικά ευφυής. Κατάφερε να μετατρέψει έναν ολόκληρο χώρο στην απόλυτη κόλαση. Το σπίτι των McNeil, από ένα ζεστό, φρέσκο με vintage πινελιές, σπίτι, γίνεται μια γιγαντιαία κατάψυξη και το δωμάτιο της Regan, το δωμάτιο της αρρώστιας. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν το πόρισμα που βγαίνει μετά την θέαση του οπτικοακουστικού αυτού αριστουργήματος, είναι ότι ο Friedkin δουλεύει μόνο μετά από ένα εξονυχιστικό ρεπεράζ και εξαντλεί μέχρι και την τελευταία σπιθαμή του χώρου ή αν αυτό θα το κατάφερνε σε οποιαδήποτε τοποθεσία.

Ο Friedkin δεν επιθυμούσε να συμπεριληφθεί η σκηνή όπου η Regan κατεβαίνει ανάποδα την σκάλα στην αρχική version της ταινίας, καθότι ήταν πολύ νωρίς για να συμβεί κάτι τέτοιο στην πλοκή.

Η ταινία αποτελείται από μια άκρως τρομακτική ησυχία. Η αποκρουστική όψη της Regan με το πέρασμα της ώρας, είναι σταθερή και ο τρόμος δεν έγκειται σε jump scares, αλλά στο συναίσθημα. Ένα από τα πολλά που ακούστηκαν μετά την παρθενική πρεμιέρα της ταινίας, ήταν πως φεύγοντας από την αίθουσα, ένιωθες μολυσμένος. Πράγματι, ο στόχος του σκηνοθέτη μοιάζει να ήταν ξεκάθαρα αυτός. Υποτονικά, όμως με μαθηματικής ακρίβειας ρυθμό, χτίζει μια ατμόσφαιρα που ποτέ άλλοτε δεν αποτυπώθηκε τόσο επιβλητικά σε κινηματογραφική ταινία, ούτε μέχρι τότε αλλά ούτε και έκτοτε. Δεν θα μπορούσε να πει κανείς πως απλώς κινηματογραφούσε αλλά ψυχολογούσε, σκιαγραφούσε και τέλος έχτιζε λιθαράκι λιθαράκι την ιστορία μέσα από τα συναισθήματα και όχι από τους διαλόγους, τα πλάνα ή το σενάριο. Εκτός από μια εξαιρετικά βαριά, είναι δίχως δεύτερες σκέψεις και μια αψεγάδιαστη ταινία. Σε σημείο που η ποιότητα του συγκλονιστικού βιβλίου του William Peter Blatty, δεν θα μεταφερόταν πιστά στον κόσμο του σινεμά και όχι από σεναριακής πλευράς αλλά ως αποτέλεσμα μιας διεξοδικής μελέτης του.

Εάν ο Friedkin μισούσε τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες του, σίγουρα λάτρευε τους χαρακτήρες του, όμως αληθινά, με όλα τους τα ψεγάδια. Μπόρεσε να απομυθοποιήσει την δύναμη των δαιμόνων και να τονίσει εκείνους που όλοι εν δυνάμει κρύβουμε μέσα μας. Γι’ αυτό άλλωστε το Κακό τρύπωσε σε μια έφηβη Αμερικανίδα δίχως να λογαριάσει πρόσωπα και καταστάσεις. Ωστόσο, χωρίς περεταίρω έμφαση στην ήδη αποδεδειγμένη σημαντικότητα του έργου, τελικώς γεννιέται ένα και μόνο ερώτημα… Ξαναβρήκε ο πάτερ Damien την πίστη του;

Exit mobile version