Ο δραστήριος James Wan (Saw, Insidious κλπ) επιστρέφει με άλλη μια ταινία μεταφυσικού τρόμου η οποία έχει κάνει πάταγο τόσο σε εισπράξεις (285.970.763 δολάρια παγκοσμίως!) όσο και σε θετικά σχόλια κοινού και κριτικών. Κι εδώ είναι το παράξενο κατ’ εμέ. Ενώ το ευρύ κοινό που κατακλύζει τις αίθουσες ακολουθώντας το trend των μεταφυσικών ταινιών τρόμου συνηθίζει να αποθεώνει τέτοιου στιλ ταινίες, οι κριτικοί συνήθως επιδεικνύουν πιο συγκρατημένη στάση μη διστάζοντας να καταδείξουν τις αδυναμίες τους. Βέβαια τα διθυραμβικά σχόλια δεν ήταν τόσο καθολικά αφού ήδη επισημάνθηκαν λόγου χάριν οι ομοιότητες με τα «Poltergeist» (1982) και «The Exorcist» (1973) καθώς και η πληθώρα κλισέ που περιέχει το «The Conjuring».
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η ταινία λέγεται ότι στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα από το αρχείο των ερευνητών του παραφυσικού Ed και Lorraine Warren που έχουν μείνει στην ιστορία για την εμπλοκή τους στην περιβόητη υπόθεση Amityville. Εδώ πρόκειται για μια παλιότερη υπόθεση, αυτή της οικογένειας Perron που υποτίθεται βίωσε μεταφυσικά φαινόμενα στο σπίτι της στην βορειοανατολική πολιτεία Ρόουντ Άιλαντ των ΗΠΑ. Οι Ed και Lorraine Warren επισκέπτονται το σπίτι των Perron για να τους βοηθήσουν να απαλλαχθούν από την δαιμονική οντότητα που τους βασανίζει. Σύντομα θα ακολουθήσει μια αγωνιώδης και πολύ έντονη μάχη με το δαίμονα που οι επιπτώσεις της απλώνονται και στην προσωπική ζωή των δύο ερευνητών.
Δεν ήταν δύσκολο να υποπτευτούμε την κλισαρισμένη φύση του «The Conjuring» που ενδεχομένως θα λειτουργούσε εις βάρος του. Εύλογα θα με ρωτήσει κανείς «μα καλά, γιατί παραπονιέσαι αφού ήξερες τις θα δεις;». Η απάντηση είναι ότι σαφώς και ήξερα αλλά από την άλλη περίμενα κάτι παραπάνω, έστω μερικές δυναμικές πινελιές φρεσκάδας που θα διαφοροποιούσαν το «The Conjuring» από τον σωρό των μεταφυσικών ταινιών τρόμου. Δυστυχώς δεν επιδεικνύει αυτή την διαφορετικότητα και δεν βλέπω το λόγο να το βάλω πιο πάνω από οποιοδήποτε μικρότερου βεληνεκούς φιλμ supernatural horror με στοιχειωμένα σπίτια που είναι απλά ok από σκηνοθετική άποψη. Διότι η ταινία του James Wan είναι γενικά καλοσκηνοθετημένη, με τον απαραίτητο επαγγελματισμό που απαιτείται για τις υπερπαραγωγές ευρείας κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι τα εφέ, το μακιγιάζ, οι λήψεις, η ηθοποιία, το μοντάζ, ο φωτισμός, ο ήχος και όλα τα τεχνικά στοιχεία βρίσκονται στα αναμενόμενα προσεγμένα επίπεδα.
Οι Vera Farmiga και Patrick Wilson ταξίδεψαν στο Connecticut για να συναντήσουν την πραγματική Lorraine Warren πριν τα γυρίσματα ενώ η αληθινή ερευνήτρια του παραφυσικού κάνει μια cameo εμφάνιση στο φιλμ, ως ακροατής των παρουσιάσεων των δύο ηθοποιών.
Εκεί που υστερεί σημαντικά είναι στις σεναριακές ιδέες που εκτός από τετριμμένες είναι και παραπανίσιες μερικές φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εντελώς αταίριαστη υποπλοκή που διακόπτει για μικρά διαστήματα τα κυρίως δρώμενα στο σπίτι των Perron. Σε αυτήν παρακολουθούμε τις προσωπικές στιγμές του ζεύγους των παραφυσικών ερευνητών οι οποίες αφήνουν να διαφανεί μια κούραση από την χρόνια ενασχόληση με επικίνδυνα παραφυσικά συμβάντα αλλά και ένας φόβος τόσο για την εξασθενημένη αντοχή της Lorraine αλλά και για την ζωή της κόρης τους αφού η μάχη με τη δαιμονική οντότητα στο σπίτι των Perron έχει επεκταθεί και στο δικό τους περιβάλλον. Στην πραγματικότητα αυτό το «διάλειμμα» εξυπηρετεί τη γνωστή μανία του σκηνοθέτη με τις ανατριχιαστικές κούκλες σε δράση (βλέπε τον Jigsaw από το Saw, τις κούκλες του Dead Silence κλπ) αλλά σαν ιδέα δεν έχει δεθεί καθόλου καλά με το κεντρικό θέμα του έργου. Άλλο σοβαρό μειονέκτημα είναι ο αργός ρυθμός και η αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια. Πράγματι το φιλμ είναι ενοχλητικά κουραστικό μέχρι τη μέση περίπου όπου αρχίζει ο συνεχής βομβαρδισμός με σκηνές υψηλής έντασης, σασπένς και τρόμου.
Μεμονωμένες σκηνές είναι από μόνες τους γελοίες όπως ο αφελής, τσάτρα-πάτρα εξορκισμός που επιχειρεί ο Ed Warren αφού το «ειδικό» προσωπικό του Βατικανού έχει κολλήσει στους σκοπέλους της γραφειοκρατίας. Ε την επόμενη φορά ας τον κάνει και ο γαλατάς της γειτονιάς ρε παιδιά. Αν σε όλα τα προαναφερθέντα αρνητικά προσθέσω και το ξενέρωτο, χωρίς εκπλήξεις φινάλε τότε δεν μπορώ παρά να είμαι εξαιρετικά συγκρατημένος στην τελική ετυμηγορία για το «The Conjuring». Για να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν την κατάσταση –κι επειδή υποψιάζομαι ότι αρκετοί θα έχουν ενοχληθεί ή προβληματιστεί από τα γραφόμενά μου– η ταινία δεν είναι κακή σε καμία περίπτωση παρά τα εμφανή μειονεκτήματά της. Απλά «Το Κάλεσμα» δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες που είχα για κάτι σπουδαιότερο από έναν ταλαντούχο και υποσχόμενο σκηνοθέτη και από τους επίσης δραστήριους σεναριογράφους.
Είμαι επίσης σίγουρος ότι πολλοί θα την συμπαθήσουν, θα τρομάξουν και θα την ευχαριστηθούν, ειδικά τώρα που παίζεται στους κινηματόγραφους. Εγώ όμως δεν μπορώ παρά να προβληματιστώ για το μέλλον της σκηνής του τρόμου. Πόσο αποτελεσματικά θα μπορέσει να αποφύγει τα χιλιοπαιγμένα κλισέ, τα ξαναζεσταμένα φαγητά και τις κουραστικές ανακυκλώσεις όμοιων θεμάτων; Πότε και πώς ο μεταφυσικός τρόμος θα κάνει το βήμα παραπάνω βγαίνοντας από το μακροχρόνιο τέλμα που τον έχει εγκλωβίσει; Σίγουρα όχι με το «The Conjuring»…
Θετικά: Δυναμικός ήχος, πολλές τρομακτικές και έντονες σκηνές μετά τα μισά κυρίως του έργου, επαγγελματική και σοβαρή σκηνοθεσία.
Αρνητικά: Αργό tempo, παράλογα μεγάλη διάρκεια, ελαττωματικό σενάριο γεμάτο κλισέ αλλά και παράταιρες προεκτάσεις, αδύναμο φινάλε κατώτερο των υψηλών προσδοκιών.
Συμπέρασμα: Αν επιθυμείτε καλοσκηνοθετημένο τρόμο μεταφυσικού τύπου και δεν σας ενοχλούν τα τετριμμένα μοτίβα παραγωγής τρόμου, τότε πιθανώς θα απολαύσετε το «The Conjuring». Ωστόσο οι αδυναμίες του στο σενάριο και η αργοκίνητη εξέλιξη των γεγονότων δεν περνούν απαρατήρητες και το φιλμ αφήνει τελικά μια γλυκόπικρη γεύση.
Βαθμός:
Gore:
👆 Οι καλύτερες σκηνές (spoilers):
- Η απότομη επίθεση μιας τρομακτικής οντότητας που καραδοκούσε πάνω από τη ντουλάπα σε μια από τις κόρες των Perron.
- Η τρομακτική σκηνή «δαιμονοποίησης» της μητέρας Perron από μια αποκρουστική δαιμονική παρουσία που αιωρείται πάνω από το κρεβάτι της.
- Το τετ-α-τετ της Lorraine με ορισμένες αληθινά τρομακτικές παρουσίες στο υπόγειο του σπιτιού των Perron.