Το όνομα, Scott Derrickson, ήχησε ανατριχιαστικά στα αυτιά μας όταν ταυτίστηκε με τη δημιουργία του «Sinister», ενός σχετικά πρόσφατου θρίλερ (φέτος συμπλήρωσε δεκαετία) το οποίο απέσπασε καθολικούς διθυράμβους ως προς την κρουστή αποτελεσματικότητα αυτού που πρεσβεύει (να μας τρομάξει αληθινά), παρελαύνοντας από τότε σε λίστες, ων ουκ εστι αριθμός, που αφορούν τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών.
Ο σκηνοθέτης της που έκανε και ένα σύντομο πέρασμα στα πληθωρικά, «επιχρυσωμένα» στούντιο της Marvel σκηνοθετώντας το πρώτο «Doctor Strange» με αξιοπρεπέστατη επιτυχία, γύρισε στα γνώριμα λημέρια του, μεταφέροντας την ιστορία του Joe Hill King (γιου του Stephen King) στην οθόνη με ομώνυμο τίτλο, «The Black Phone», στο οποίο δείχνει ότι δεν επέστρεψε νηφάλιος από την σύντομη απουσία του, παραπατώντας και αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις απαιτητικές προσδοκίες που ίδιος μας είχε καλομάθει («Sinister», «Exorcism of Emily Rose») στο παρελθόν.
Ο Finney είναι ένα 13χρονο παιδί, συνεσταλμένο και δέκτης μπουλινγκ από τους κάφρους συμμαθητές του, με μια σχεδόν συνομήλικη θρήσκα αδελφή, εκ διαμέτρου αντίθετη ως προς τον χαρακτήρα της, με μπρίο, θάρρος (και θράσος κάποιες φορές), που δεν διστάζει να αθυροστομήσει και να διεκδικήσει αυτό που θέλει. Και τα δύο παιδιά, ωστόσο, ζουν με τον βίαιο, κακοποιητικό και αλκοολικό πατέρα τους, ο οποίος προβαίνει συχνά σε πράξεις βίας τιμωρητικού χαρακτήρα για ασήμαντους λόγους και δη ενάντια στο κορίτσι, το οποίο του θυμίζει την αυτόχειρα γυναίκα του και μητέρα των παιδιών, η οποία, όπως και η κόρη, έβλεπε όνειρα-οράματα μεταφυσικής προέλευσης, κάτι που ο πατέρας θεωρεί ότι την οδήγησε στην τρέλα της αυτοκτονίας.
O σκηνοθέτης Scott Derrickson, γύρισε την εν λόγω ταινία αφού αποχώρησε άδοξα από τα γυρίσματα του «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» (2022), λόγω δημιουργικών διαφορών με το στούντιο.
Η κοινότητα έχει θορυβηθεί από την παρουσία ενός μυστήριου, μανιακού άντρα με βανάκι και μάσκα, που δελεάζει και ύστερα απαγάγει παιδιά χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Την ίδια «τύχη» θα έχει και ο Finney, ο οποίος θα αρπαγεί από τον ψυχοπαθή άνδρα με την κλοουνίστικη εμφάνιση και το jokerίστικο στυλ και θα φυλακιστεί στο απόλυτα ηχομονωμένο υπόγειό του, παρέα με ένα… χαλασμένο τηλέφωνο. Το αγόρι με βοήθεια τις ενορατικές ικανότητες της αδερφής και το μεταφυσικά «λειτουργικό» τηλέφωνο, θα έρχεται σε επικοινωνία με νεκρά πρώην θύματα του σε μια προσπάθεια να τον σώσουν και να πάρουν την εκδίκηση τους από τον δολοφόνο τους.
Ο Derrickson, σε μια ακόμη συνεργασία με τον λαμπρό ηθοποιό Ethan Hawke, ύστερα από το στοιχειωτικό «Sinister», θα τον κρύψει αυτή τη φορά πίσω από την γκροτέσκα creepy μάσκα στον ρόλο του κακού, αδυνατώντας να τον «γνωρίσει» στο κοινό και αφήνοντας τον εξαιρετικά επιφανειακό, υποανάπτυκτο και κάποιες φορές αδικαιολόγητα αφελή ως προς το συγκεκριμένο θύμα που έχει απαγάγει, αν λάβουμε υπόψη την αποτελεσματικότητα με την οποία δρούσε για όλα τα υπόλοιπα. Η ταινία βρίσκεται σε μια σεναριακή σύγχυση ως προς το «βάφτισμά» της, απεμπολεί το μοναδικό, δυνατό της χαρτί, τον «κακό» της ταινίας, που με την επιβλητική εμφάνιση και την ανατριχιαστική του φωνή μας προϊδέαζε σε μια σκοτεινή ανακάλυψη και εξομολόγηση του παρελθόντος, με πολλά υποσχόμενα υπονοούμενα που μπορούσαν να εξελιχθούν σε ένα βίαιο, hardcore, νοσηρό horror.
Ο σκηνοθέτης δεν θέλει να το πάει εκεί, θέλει ξεκάθαρα να τον χρησιμοποιήσει ως δορυφόρο (κομπάρσο), εστιάζοντας στο αιχμάλωτο παιδί, με αποτέλεσμα να εφευρίσκει αφελείς και εύκολους διεξόδους στο -ήδη- αναποφάσιστο στυλ τρόμου που θέλει να αφηγηθεί. Ασύμμετρη σκηνοθεσία και ως προς την πορεία και τα στοιχεία που θέλει να εντάξει στην ταινία του, σε κάθε βήμα της διαδικασίας καταχράζεται τελικά όλα τα κλισέ του είδους, σαμποτάροντας την ίδια του την προσπάθεια και «νερώνοντας» την σιβυλλικότητα του -ομολογουμένως- creepy κακού, ο οποίος μένει τελικώς πρόχειρος, «κολοβός» και αδιάφορα αψυχολόγητος, με μόνη σανίδα σωτηρίας τις αξιοπρόσεκτες ερμηνείες όλου του καστ και τον παραλληλισμό της βίαιης ενηλικίωσης και των ψυχολογικών τραυμάτων.
Το «The Black Phone», έχοντας κάποιες καλές αλλά αναξιοποίητες ιδέες στη φαρέτρα του, με έναν σκηνοθέτη που αδιαμφισβήτητα γνωρίζει πώς να «πατρονάρει» τον θεατή, δυστυχώς καταφεύγει σε επιδερμικές προσεγγίσεις, απλοϊκές εξηγήσεις και απογοητευτικές κλιμακώσεις , αφήνοντας μια γενική αίσθηση ανολοκλήρωτου.