Ύστερα από μια μικρή κρίση στο εγχώριο box office το ’70, ο Mario Bava ξεκίνησε μια πιο απελευθερωμένη από τα συνηθισμένα εγχειρήματά του πορεία, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας του ταινίας, «Shock» (το 1977). Πρωταγωνίστριά του, γίνεται η Daria Nicolodi και παρά τις κατά βάση αρνητικές κριτικές που εξέλαβε η ταινία, η υποκριτική της ηθοποιού κατανέμεται με σιγουριά στις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της.
Κινούμενη στα μονοπάτια του «Omen» (της προηγούμενης χρονιάς) και του «Changeling» παρ’ ότι κυκλοφόρησε χρόνια αργότερα, η ιστορία της Dora διαδραματίζεται σε ένα οίκημα γεμάτο αναμνήσεις, στοιχειωμένο από μια τραγωδία του παρελθόντος που την βασανίζει μέχρι τελικής πτώσης. Μετά από μια σύντομη ανοικοδόμηση, η Dora μετακομίζει με τον νέο της σύζυγο, τον Bruno και τον μικρό της γιο, τον Marco, στο σπίτι όπου κάποτε συζούσε με τον πρώην ναρκομανή άντρα της που με την αυτοκτονία του, την στιγμάτισε εφ’ όρου ζωής.
Η ίδια προκειμένου να ξεπεράσει το τραύμα, δέχτηκε θεραπεία ηλεκτροσόκ σε συνδυασμό με ψυχιατρική περίθαλψη και πλέον έχει οριστικά εγκαταλείψει αυτό το βάναυσο κομμάτι της ζωής της και είναι έτοιμη να απολαύσει την νέα της καθημερινότητα με τον άνθρωπο που την βοήθησε να ορθοποδήσει και να ανακτήσει την ελπίδα της για ένα καλύτερο, πιο ήσυχο μέλλον. Όμως, ο μικρός Marco, δεν δείχνει έτοιμος να προχωρήσει και να αποδεχτεί τον καινούργιο γάμο της μητέρας του, μοιάζοντας να ζηλεύει επικίνδυνα την μεταξύ τους σχέση. Από εδώ και στο εξής, βάζει στόχο να απομακρύνει με όποιον τρόπο περνάει από το χέρι του το ζευγάρι και να λάβει επιτέλους την μητρική προσοχή που του ανήκει.
Ο γιος του Mario, Lamberto Bava, μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες του πατέρα του να ολοκληρώσει δύο του ταινίες συμπεριλαμβανομένου του «Rabid Dogs» (το οποίο τελικά κυκλοφόρησε πολύ μετά τον θάνατό του), τον παρέτρεψε να δημιουργήσει μια νέα. Κι έτσι έφτιαξε το «Shock».
Ο Bava, στέκεται στα στοιχεία που τον συναρπάζουν και συνέθεσαν με επιτυχία πολλές από τις προηγούμενές του ταινίες, όπως η ανάμνηση, το «χθες» που έρχεται να αντικατασταθεί από το «σήμερα», φαντάσματα και κούκλες, των οποίων τα σπασμένα κομμάτια βρίσκονται κρυμμένα ακόμη και κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ. Ανακαλύπτει νέους χώρους για να υλοποιήσει το όραμά του και χρησιμοποιεί όλων των ειδών τις τεχνικές, άλλοτε καινοτόμες και άλλοτε πιο ξεπερασμένες, ούτως ώστε να χτίσει την τελευταία του ιστορία πριν ο Ιταλικός κινηματογράφος τρόμου υποστεί μια τιτανική απώλεια.
Αρκείται σε μια πιο επίπεδη για τα δεδομένα του φωτογραφία και μόνο μια ιδέα από τις θρυλικές του φωτοσκιάσεις και χρωματισμούς, ενώ κατά αντιστοιχία αφηγείται με μεγαλύτερη λιτότητα μια τυπική ιστορία τρόμου, που θα μπορούσε να ταιριάξει στα «κουτάκια» των ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού της εποχής. Θα έλεγε κανείς πως τελείωσαν οι χρυσές εποχές για τον σκηνοθέτη και αν όχι από πλευράς έμπνευσης, αναμφισβήτητα από πλευράς παραγωγής.
Κατά την διάρκεια του παραληρήματος της εντυπωσιακής ερμηνείας της Nicolodi, πιάνουμε πολλάκις τους εαυτούς μας σε πλήρη απόγνωση και αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι όσον αφορά τα πάθη των χαρακτήρων. Για μια ακόμη φορά, όλοι είναι ύποπτοι ενώ ταυτόχρονα κανείς. Δεν είναι σαφές εάν πρόκειται για μια υπερφυσική ιστορία τρόμου ή για ένα τέχνασμα που αποσκοπεί στο να μας ταξιδέψει για λίγο στην εποχή των gialli.
Εάν πάλι όμως ο Bava δεν κατάφερε αυτή την φορά να μας εντυπωσιάσει με τις «μαγικές» του ικανότητες, κατάφερε αναπόφευκτα να μας επαναφέρει στην μνήμη αυτό που λατρέψαμε σε εκείνον και πως ποτέ του δεν ξέχασε την ζηλευτή αίσθηση του στιλ του. Και αυτή είναι και η ισχυρότερη απάντηση στους αυστηρούς κριτικούς που τυχόν θεωρούν μια ταινία σαν το «Shock», ντεμοντέ. Ωστόσο ο Mario Bava ενδεχομένως να μην «μάσησε» ποτέ στις σκληρές κριτικές, κι αυτό άλλωστε το αποδεικνύουν ακράδαντα όλες του οι δουλειές κατά την δεκαετία του ’70 και παρ’ ότι ο θάνατός του υπήρξε ξαφνικός, σίγουρα θα είχε κάποιον καλό λόγο να αφήσει την τελευταία του πνοή με την προκείμενη ταινία.