Το «Bagman» έρχεται από τον σκηνοθέτη του πολύ καλού φιλμ δυστοπικού τρόμου «The Girl with all the Gifts» (2016), Colm McCarthy, ο οποίος έχει εργαστεί και στην έξοχη σειρά φουτουριστικού τρόμου «Black Mirror». Με αυτά τα δεδομένα οι απαιτήσεις μας ήταν κάπως αυξημένες είναι η αλήθεια. Δυστυχώς όμως, το «Bagman» δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες μας και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο «πισωγύρισμα» για τον McCarthy.
Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Ο μπαμπούλας που δίνει το όνομά του στην ταινία τρομοκρατεί έναν πατέρα προσπαθώντας να αρπάξει το μικρό του γιο και να τον κλείσει δια παντώς στην αλλόκοτη τσάντα του. Αυτή είναι η στάνταρ τακτική του μυστηριώδους Bagman, ο οποίος σύμφωνα με αυτά που μαθαίνουμε από την ταινία υπάρχει σε πολλούς πολιτισμούς ανά τον κόσμο. Ο πατέρας προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει τον δαίμονα με αποτέλεσμα να τίθεται και η σχέση του με την οικογένειά του σε μια ιδιαίτερα σκληρή δοκιμασία.
Σίγουρα η υπόθεση ακούγεται κλισέ. Παιδικοί δαίμονες, φολκλορικές κατάρες, σπάνια αντικείμενα που σε προστατεύουν από το κακό, τραύματα της παιδικής ηλικίας που επανέρχονται για να διαταράξουν την ζωή του πρωταγωνιστή, είναι μοτίβα που έχουμε ξαναδεί. Βέβαια αν αυτές οι ιδέες πλαισιωθούν με ένα ντελικάτο κινηματογραφικό κουστούμι μπορεί να αποφέρουν θετικό αποτέλεσμα. Αυτό όμως δεν συνέβη στο «Bagman».
Το «Bagman» μοιάζει υπερβολικά με μια ισπανική ταινία τρόμου του 2023 με τίτλο «El hombre del saco».
Η σκηνοθεσία είναι άνευρη και πεζή. Δεν καταφέρνει να δώσει ξεχωριστές πινελιές τρόμου στην ταινία ενώ διστάζει και στον τομέα της βίαιης δράσης η οποία είναι απογοητευτικά φτωχή. Το σενάριο είναι γενικά τετριμμένο, με ψήγματα μόνο ανατροπών, όπως αυτής προς το φινάλε που κρατά στο παρά πέντε όρθιο το φιλμ. Αλλά μέχρι τότε έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και αν εξαιρέσουμε σποραδικές στιγμές ποιοτικού και εμπνευσμένου τρόμου, το παιχνίδι χάθηκε.
Οι ερμηνείες κυμαίνονται από υποφερτές έως απλά καλές. Ο πρωταγωνιστής Sam Claflin (Peaky Blinders, Last Night in Soho) ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Βρίσκω τις ερμηνείες του λίγο «ξύλινες», χωρίς βάθος και συναίσθημα. Η παρτενέρ του, Antonia Thomas (The Good Doctor) είναι γενικά συμπαθητική και επαρκής για όχι ιδιαίτερα απαιτητικούς ρόλους σε mainstream ταινίες τρόμου αλλά έχει κι αυτή το σχετικά χαμηλό ταβάνι της. Δηλαδή κανενός η παρουσία δεν είναι συνταρακτική ούτε μας προσφέρει αξιομνημόνευτες στιγμές. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι απλά ok σε αυτά (τα λίγα) που κάνουν.
Πάντως, άλλη μια φορά συναντάμε υπερβολικά πολλούς χαρακτήρες σε μια ταινία τρόμου που απασχολεί περισσότερους από όσους χρειάζεται το σενάριο για να δείχνει σφιχτοδεμένο. Δεν ξέρω γιατί την πατάνε τόσο εύκολα με αυτό μερικοί κινηματογραφιστές. Όσον αφορά την ατμόσφαιρα του φιλμ, γίνεται αισθητά τρομακτική σε σημεία και δεν κρύβω ότι υπήρξαν κάποιες στιγμές που το αίμα μου πάγωσε. Καλοφτιαγμένο είναι και το κουστούμι του δαίμονα Bagman καθώς και το διαβολικό μακιγιάζ του που τον κάνουν να δείχνει απόκοσμα τρομακτικός.
Εν τέλει, το «Bagman» είναι ένα σχετικά αδύναμο φιλμ μεταφυσικού τρόμου, με άτολμη σκηνοθεσία, που θα διχάσει τους θεατές. Δεν αξιοποιεί δημιουργικά τα στοιχεία των λαϊκών μύθων και εξελίσσεται σε ένα τυπικό, υπερφυσικό θριλεράκι χωρίς μεγάλες εκπλήξεις και με πολύ μικρό αποτύπωμα στο σύγχρονο horror κινηματογράφο. Δείτε το αν είστε ένθερμος φίλος των λαϊκών θρύλων και των μπαμπούλων που στοιχειώνουν τα παιδικά όνειρα. Εμένα πάντως δεν είχε να μου πει πολλά…