Όταν πρωτομάθαμε τα νέα για την καινούρια εκτέλεση του κλασικού «Carrie» (1976) κάπου στο 2011, σίγουρα πολλοί νιώσαμε αμηχανία. Πόσο καλύτερα θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα remake από εκείνο το φοβερό φιλμ του 1976 του Brian De Palma; Ελάχιστοι πιστεύω θα ήταν πολύ αισιόδοξοι και έχοντας πλέον δει και το remake μπορώ να νιώσω δικαιωμένος που ανήκα σ’ αυτούς με τις χαμηλές προσδοκίες.
Το νέο «Carrie» υπό την σκηνοθεσία της οπωσδήποτε όχι τυχαίας Kimberly Peirce δεν διαφοροποιείται πολύ από το original, όντας όμοιο στον σεναριακό κορμό με λίγες μόνο αποκλίσεις, μερικές εκ των οποίων επιχειρούν να προσαρμόσουν το φιλμ στα σημερινά δεδομένα. Η Carrie πλέον ζει στον σύγχρονο κόσμο των μουράτων κινητών τηλεφώνων, του internet και του youtube. Αυτές οι προσαρμογές μου δημιούργησαν ένα πρώιμο κομπλάρισμα αλλά το ξεπέρασα γρήγορα αφιερώνοντας την προσοχή μου στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της ταινίας. Πρέπει να πω ότι το δίδυμο Julianne Moore – Chloë Grace Moretz βγάζει καλή χημεία με την πρώτη να αναλαμβάνει το ρόλο της αρρωστημένα θρησκόληπτης και υπερπροστατευτικής μάνας και τη δεύτερη τον δύσκολο ρόλο της περιθωριοποιημένης. Παρόλα αυτά η εν λόγω χημεία δεν φτάνει στα υψηλά επίπεδα όπου είχε σκαρφαλώσει η αντίστοιχη ιδιόμορφη σχέση μάνας και Carrie στο αρχικό φιλμ.
Η Julianne Moore καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να φανεί παρακμιακή και απεριποίητη, κουρελιασμένη και αυτοκαταστροφική από την υπερβολική θρησκοληψία που την διακατέχει. Αλλά σε επίπεδο παράνοιας δεν πλησιάζει την μεγάλη ερμηνεία της Piper Laurie με εκείνη την άτεγκτη πυγμή και το ασύγκριτα αυστηρό ύφος που τσάκιζε κόκαλα. Η Moretz που μας εντυπωσίασε με την εξαιρετική ερμηνεία της στο «Let Me In» του 2010, πιάνει περιστασιακά τους παλμούς της αποξενωμένης και οργισμένης Carrie αλλά κατά βάθος παραείναι «γλυκιά» και απλοϊκή για έναν τόσο ιδιαίτερο ρόλο. Της λείπει και εκείνο το ανατριχιαστικό, αποσβολωμένο βλέμμα της Sissy Spacek, επομένως οποιαδήποτε σύγκριση βγάζει νικήτριες τις πρωταγωνίστριες της original ταινίας.
Αρχικά ο ρόλος της μητέρας προοριζόταν για την Jodie Foster ενώ τον ρόλο της Carrie απέρριψε η Shailene Woodley (The Descendants, The Spectacular Now κ.α.).
Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι αν τουλάχιστον δεν υπήρχαν αυτές οι δύο αξιόλογες παρουσίες των Moore και Moretz, το νέο «Carrie» θα ήταν ακόμα πιο αδιάφορο. Αυτές οι δύο διατηρούν ένα ενδιαφέρον, σηκώνοντας το βαρύ φορτίο μόνες τους άσχετα αν μέχρι το τέλος της δύσκολης διαδρομής τους θα σκοντάψουν στα ανυπέρβλητα εμπόδια που υψώνει η ακτινοβολία του παλιού «Carrie». Η αναμενόμενα πολύ πιο βίαιη σεκάνς του χορού αποφοίτησης δίνει κάποιους πόντους στο remake, με την σκηνή που η εξοργισμένη Carrie εξοντώνει εντυπωσιακά ένα ζευγάρι στο αυτοκίνητό τους να ξεχωρίζει φανερά.
Η τελική γεύση που μένει όμως είναι γλυκόπικρη. Τα συναισθήματα αμηχανίας, απορίας και ελαφριάς απογοήτευσης αδυνατούν να με εγκαταλείψουν καθώς το remake δεν φαίνεται να έχει τελικά λόγο ύπαρξης πέρα από τον εισπρακτικό. Ο χαρακτήρας του είναι καθαρά διαδικαστικός. Το όποιο χρονολογικό και πολιτισμικό λίφτινγκ δεν προσφέρει ουσιαστική φρεσκάδα στο έργο αλλά το υποβιβάζει σε χαζοχαρούμενα teen επίπεδα, παρεμποδίζοντας την πειστική ανάπτυξη του προσωπικού δράματος της Carrie που είναι και η πεμπτουσία της ταινίας. Σίγουρα όποιος δεν έχει δει το παλιό «Carrie» θα περάσει καλά βλέποντας την καινούρια προσπάθεια από την Kimberly Peirce. Αλλά οποιαδήποτε σύγκριση με το original είναι απλά ανεδαφική. Πώς να το κάνουμε δηλαδή. Δεν θεωρούνται τυχαία κλασικές ορισμένες ταινίες τρόμου…