Λίγες φορές ένα sequel φτάνει σχεδόν στα ίδια επίπεδα ποιότητας με το πρώτο θρυλικό φιλμ-σταθμό σε ορισμένο χώρο. Κι όμως όταν στη σκηνοθεσία και στο σενάριο βρίσκεται ο τεράστιος James Cameron το αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα εκπληκτικό. Το sequel του «Alien» φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου κινηματογραφιστή και μας αφήνει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Aliens» λοιπόν κύριοι και κυρίες και τα μυαλά στα κάγκελα.
Η ανυπέρβλητη σμηναγός Ripley (Sigourney Weaver) αναλαμβάνει εκ νέου ηγετικό ρόλο και μαζί με μια ομάδα διάσωσης αποτελούμενη από σκληροτράχηλους κομάντο επιστρέφει στον πλανήτη από το 1o Alien όταν η επαφή μιας ανθρώπινης αποικίας που έχει εγκατασταθεί εκεί χάνεται. H ηρωίδα μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με αναρίθμητα aliens και μερικές ακόμα εκπλήξεις. Οι συνθήκες μοιάζουν καλύτερες συγκριτικά με την πρώτη της περιπέτεια αφού με τα άφθονα πυρομαχικά και τον τσαμπουκά των καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών η αίσθηση ασφάλειας κανονικά θα έπρεπε να ενισχύεται. Όμως αρκούν αυτά για να αντιμετωπίσουν τα αιμοδιψή πλάσματα στον αφιλόξενο αυτό πλανήτη; Η Ripley είναι φανερά συγκρατημένη.
Στο «Aliens» παρακολουθούμε ατελείωτες σκηνές δράσης με μπόλικο πιστολίδι και αγωνιώδες κυνηγητό, ενώ ταυτόχρονα υπερχορταίνουμε από τους αποκρουστικούς αλλά πλέον τόσο αγαπητούς εξωγήινους. Πέρα απ’ αυτά υπάρχει και ο συναισθηματικός παράγοντας δοσμένος κυρίως από το μητρικό ένστικτο της Ripley η οποία αναπτύσσει μια ισχυρή σχέση μ’ ένα συμπαθέστατο κοριτσάκι που επέζησε από την αποικία. Παράλληλα οι φοβίες της σμηναγού έρχονται στο προσκήνιο όπως με την περίπτωση του ανδροειδούς μέλους της ομάδας διάσωσης και δικαιολογημένα θα έλεγε κανείς.
Σημαντική πηγή έμπνευσης του Cameron για τη δημιουργία του «Aliens» ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ με τον οποίο υπάρχουν διάφοροι παραλληλισμοί όπως η αναποτελεσματικότητα των ανώτερων όπλων των Αμερικανών έναντι σε εχθρό που ξέρει να κρύβεται.
Συναντάμε μεγάλη ποικιλία εκρηκτικών χαρακτήρων μερικοί από τους οποίους ξεχωρίζουν εύκολα όπως η τσαμπουκαλεμένη στρατιώτης Vasquez (Jenette Goldstein) της οποίας το θάρρος συγκρίνεται με το αντίστοιχο των αρσενικών συναδέλφων της ή το ευφυές ανδροειδές με το όνομα Bishop (το ενσαρκώνει ο κορυφαίος Lance Henriksen) που είναι έτοιμο να πεθάνει για το καθήκον.
Τα υπόλοιπα είναι όπως τα αναμέναμε. Τρομερός ήχος, εξαιρετικά οπτικά εφέ, σφιχτοδεμένο μοντάζ, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και επιτυχής μετάδοση του αισθήματος απόγνωσης των εγκλωβισμένων πρωταγωνιστών στον ξένο πλανήτη. Το φινάλε ιδιαίτερα δυναμικό. Βέβαια το δεύτερο μέρος υστερεί από άποψης σκοτεινής ατμόσφαιρας και παραγωγής τρόμου σε σχέση με το πρώτο κι αυτά είναι ίσως τα μοναδικά ελαττώματα που θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε.
Εν τέλει πρόκειται για ένα μεγαλειώδες και γεμάτο sequel με πολλές σκηνές ανθολογίας, απαραίτητο για κάθε λάτρη του είδους. Σίγουρα είναι από τα καλύτερα sequel που γυρίστηκαν ποτέ, τουλάχιστον στον χώρο του sci-fi/horror. Ένα sequel που παρότι απομακρύνεται αισθητά από τα στενά όρια του τρόμου, δεν παύει να απασχολεί και τους φίλους του τρόμου μαζί με εκείνους της επιστημονικής φαντασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι σάρωσε και στα βραβεία μερικά εκ των οποίων ήταν 2 Oscar και 8 βραβεία Saturn.