Το «The Amityville Horror» αποτελεί την παρθενική προσπάθεια του Stuart Rosenberg (σκηνοθέτη της ταινίας) στο είδος του τρομακτικού, έπειτα από ποικίλες επιχειρήσεις σε διάφορα είδη και μια μακροσκελή καριέρα από πίσω του να τον ακολουθεί. Αποδεικνύει ακράδαντα, ότι τα καταφέρνει και σε αυτό επιτυχώς, αποτυπώνοντας μια από τις φρικιαστικότερες ιστορίες που κατέκτησαν την φήμη τους ειπωμένες ως αληθινές.
Πρόκειται για την μαζική ανθρωποκτονία που προκάλεσε ο Ronald DeFeo Jr., μόλις λίγα χρόνια πριν την προσαρμογή του στην μεγάλη οθόνη αλλά και του ομότιτλου μυθιστορήματος που προηγείται της ταινίας. Ο ανθρωποκτόνος σε κατάθεσή του, σχολίασε χαρακτηριστικά για την ειδεχθή πράξη του: «Όταν ξεκίνησα, δεν μπορούσα να σταματήσω. Όλα πήγαιναν τόσο γρήγορα!» και σόκαρε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο τερατώδης εγκληματίας, σπείρει έκτοτε απλόχερα τον τρόμο στους κατοίκους του Amityville και επιδιώκει να απομακρύνει οποιονδήποτε πλησιάσει την οικία της κολάσεως.
Ο τρόπος που είναι κατασκευασμένο το σπίτι, πέρα από την κλασική Αμερικάνικη αρχιτεκτονική του, παραπέμπει σε κάτι το διαβολικό, κάτι το απόκοσμο. Η επιπολαιότητα των πρωταγωνιστών να το αγοράσουν, οφείλεται μεν στην διάθεσή τους για μια καινούργια αρχή, αγνοώντας όμως το ένστικτο και τα σημάδια που φανερώνουν ότι ο κίνδυνος παραμονεύει και δεν συγχωρεί. Η αναδυόμενη Margot Kidder, υποδύεται την Kathy, μέλλουσα σύζυγο του συμπρωταγωνιστή της, James Brolin (πατέρα του ηθοποιού Josh Brolin) και μητέρα τριών παιδιών από προηγούμενο γάμο. Πεπεισμένη ότι η αγορά αυτού του σπιτιού θα σημάνει ένα νέο ξεκίνημα για την οικογένεια, σπεύδει στην υλοποίησή της και παροτρύνει και τον άντρα της να κάνει το ίδιο.
Ο George (James Brolin) από την άλλη, αρχικά φαίνεται «θερμός» στην μετακόμιση και την αγορά του, όμως ύστερα από μια σειρά ανεξήγητων φαινομένων, αποκτάει έντονους ενδοιασμούς για την βιαστική επιλογή τους. Παρ’ όλα αυτά, είναι αποφασισμένος να την στηρίξει και να δώσει μάχη ως προστάτης της οικογένειας, προκειμένου να παραμείνουν εκεί.
Το μυστήριο ξεδιπλώνεται αργά και σταθερά, φανερώνοντας όλα του τα χαρτιά παρά μόνο στο τέλος. Πλάι σε ορισμένες μικρές ενδείξεις ότι το ζευγάρι πρέπει να μαζέψει επειγόντως τα παιδιά και τα πράγματά του και να αποχωρήσει, στέκεται και ένα σημαντικό συμβάν, που παρ’ ότι δεν καταφέρνει να πείσει τους πρωταγωνιστές ότι κάτι πάει στραβά (καθ’ ότι συνέβη εν αγνοία τους), σίγουρα επιτυγχάνει να προειδοποιήσει το κοινό. Μετά την πρώτη επίσκεψη του ιερέα Delaney και πιστού φίλου και ψυχολόγου της Kathy στο παρελθόν, το πνεύμα που κυριαρχεί το σπίτι κάνει την παρουσία του αρκετά αισθητή.
Ο James Brolin, αρχικά δίσταζε να δεχτεί τον ρόλο του George. Έπειτα ξεκίνησε να διαβάζει το ομότιτλο βιβλίο και κατά την διάρκεια μιας έντονης στιγμής στην ιστορία, ένα ρούχο που είχε κρεμασμένο στο δωμάτιο, πέφτει στο πάτωμα και εκείνος πετάγεται ξαφνικά από την θέση του, τρομαγμένος. Μετά από αυτό, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι αξίζει να δώσει μια ευκαιρία στην μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη, δεδομένου ότι ορισμένα αποσπάσματα, κατάφεραν να του προκαλέσουν δυνατές ανατριχίλες.
Πρόκειται για την περιβόητη σκηνή με τις μύγες στο υπνοδωμάτιο, που επιτίθενται στον ιερέα την στιγμή που επιδιώκει να κάνει τον αγιασμό. Η αηδιαστική όψη της μάζωξης των εντόμων σε ένα σημείο, σαν να στέκονται πάνω σε ένα πτώμα που με την ώρα έχει αποκτήσει δυσοσμία, σε συνδυασμό με τις φωνές που ηχούν στα αυτιά του Delaney και η έντονη αδιαθεσία που του προκαλείται στην συνέχεια, «φωνάζουν» στο ζευγάρι των πρωταγωνιστών πως πρέπει να φύγουν άμεσα, δίχως εκείνοι να έχουν την δυνατότητα να το ακούσουν.
Ύστερα από αυτήν, ακολουθεί μια σειρά από φρικιαστικές σκηνές και όλα εκείνα που θα περίμενε κανείς από μια ταινία τρόμου της δεκαετίας, παράλληλα με έναν μεθοδικό τρόπο αφήγησης, που παίρνει αρκετά τον χρόνο του ώστε να συνθέσει το απόλυτο μυστήριο αλλά και τις λεζάντες πριν από την εκάστοτε σκηνή, που δηλώνουν τον αριθμό ημερών διαμονής της οικογένειας στην οικία, συμβάλλοντας επιτυχώς στην ανατριχίλα.
Με μια δόση από «Omen» και «Changeling» μεταξύ άλλων, το «Amityville Horror» έρχεται με independent διάθεση να συναρπάσει το κοινό του είδους και ίσως και με την κατάλληλη ατμόσφαιρα, να το τρομάξει στο πετσί του. Διότι, πράγματι, ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια άκρως εφιαλτική ατμόσφαιρα, χωρίς πολλά μέσα ή κόπο, αποκαλύπτοντας μαζί με το μυστήριο και το ταλέντο του στο είδος του τρομακτικού, που δεν είχε κανείς την ευκαιρία να απολαύσει από τα «χέρια» του έως τώρα.
Παρά τις εκθειάσεις για την ποιότητά του, ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα μείον. Η τόσο μεθοδική ροή της πλοκής, στο τέλος (όπως συχνά είθιστε), δεν δικαιώνει τους τελειομανείς που το παρακολουθούν αλλά ούτε καν εκείνους που βίωσαν τόσο ισχυρά συναισθήματα σε όλα τα προηγούμενα λεπτά της ταινίας (ιδίως όταν αυτά είναι πολλά). Ο επίλογος καταλήγει βιαστικός και αδύναμος εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες σκηνές και το ενδιαφέρον που προκαλούσε μέχρι στιγμής η ιστορία, σβήνει απότομα και απογοητευτικά. Ίσως να μην αφαιρεί στην πραγματικότητα από το σύνολο του έργου, όμως σαφέστατα, δείχνει επιπολαιότητα. Όμοια με εκείνη των πρωταγωνιστών στην αρχή να αγοράσουν πάση θυσία το σπίτι.