Ασυνάρτητο μοντάζ, χωροχρονικά και νοηματικά άλματα, φαιδροί, επιδερμικοί χαρακτήρες, επιπόλαιοι, υποανάπτυκτοι διάλογοι και μια μαζική φρενίτιδα εν είδει δολοφονικής παράκρουσης, συναποτελούν ένα cult πόνημα που οποιαδήποτε ομοιότητα φαντάζει δυσεύρετη και νοθευμένη. Ωστόσο ,όσο ενοχλητικό και αν ηχεί, στο «Blood Diner» η πλήρης απουσία συνεκτικότητας και ρεαλισμού του, επιτελεί άθελα της (;) και ένα μείζον θετικό έργο: καθίσταται εξαιρετικά απρόβλεπτο, κρύβει πολλούς λαγούς στο καπέλο, καταφέρνοντας τουλάχιστον να μην ολισθαίνει όπως οι περισσότερες ταινίες της συνομοταξίας του σε κλισέ χαρακτήρες, τετριμμένη πλοκή και αναμενόμενη εξέλιξη.
Τα δύο αδέρφια-κανίβαλοι που εργάζονται σε vegan εστιατόριο (τι ειρωνεία), έχουν δρομολογήσει μια αποστολή υποκινούμενη από τον νεκρό θείο τους ο οποίος τους δίνει κατευθυντήριες οδηγίες πλέον ως ένας συντηρημένος σε βάζο εγκέφαλος με μάτια, που… μιλάει. Όσο σουρεαλιστικά τραγελαφικό ακούγεται δεν μπορεί όμως να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και όσο πιο γρήγορα και αβίαστα αποδεχτείς τους «κανόνες» που έχει θέσει η ταινία και αφεθείς ολοκληρωτικά στις αλλόκοτες, εξωφρενικές σεναριακές υπερβολές για χάρη της εξέλιξης του σεναρίου, τόσο πιο πολύ θα το ευχαριστηθείς από καρδιάς.
Έχει να κάνει με το προσωπικό όριο προχειρότητας και αναληθοφάνειας που έχει θέσει κάποιος για τον εαυτό του όταν παρακολουθεί μια ταινία και κατά πόσο μπορεί να ακολουθεί αγόγγυστα την εξέλιξη μιας τέτοιας ταινίας, που παρόλα αυτά από την αρχή είναι ειλικρινής με το κοινό και προς τιμήν της δεν παίρνει τον εαυτό της καθόλου στα σοβαρά. Με πολύ κακό φύλλο επιτυγχάνει να κερδίσει την «παρτίδα» της διασκέδασης, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες της μετατρέποντας τες σε ένα ισχυρό οπλοστάσιο cult και τρομακτικών στιγμών. Η διαδοχή των σκηνών γίνεται εντελώς απότομα και άτσαλα και οι ερμηνείες είναι επιεικώς κάτω του μετρίου, άλλα άπαξ και το συνηθίσεις θα το αποζητάς όλο και πιο έντονα κάτι που σε άλλες ταινίες θα φάνταζε σοβαρό ελάττωμα, εδώ θα μετατραπεί σε σήμα κατατεθέν της.
Η ταινία κόστισε μόνο 330,000 δολλάρια!
Το «Blood Diner» δεν διστάζει από το πρώτο λεπτό να απεικονίσει γκροτέσκες εικόνες που στην καλύτερη προκαλούν αποστροφή, ενώ στην χειρότερη τάση προς ναυτία (όπως συμβαίνει άλλωστε και με τους ίδιους τους χαρακτήρες) αλλά ταυτόχρονα να προτάξει την κωμική της υπόσταση που διατρανώνει με απόλυτη συνέπεια (ίσως το μόνο συνεπές στην ταινία) καθ’ όλη την διάρκειά της.
Ωμοί διαμελισμοί, ορυμαγδός βιαιοπραγιών με κανιβαλιστική διάθεση και χαρακτήρες στα απύθμενα όρια της γραφικότητας πλημμυρίζουν την οθόνη ομολογουμένως με τρομακτικές σκηνές, που καλώς ή κακώς δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν τελικά αληθινό γέλιο και μια περριρέουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου, όχι λόγω του αινιγματικού σεναρίου αλλά της γενικής σύγχυσης που επικρατεί στο μυαλό των δημιουργών της με μια μαγνητική όμως έλξη που δεν μπορεί να εξηγηθεί (εξ’ού και η αξία της). Είναι ο ορισμός της b-movie ταινίας που τα αναρίθμητα μειονεκτήματά της είναι εκείνα που την εξυψώνουν και την έχουν τοποθετήσει σε πλείστες λίστες cult ταινιών.