«Πολλοί δουλεύουν νυχτερινή βάρδια…Αστυνομικοί, σερβιτόρες, ταξιτζήδες και…βρικόλακες…Πόσοι γυρίζουν σπίτι τους τα ξημερώματα;» Με αυτή την εκκεντρική ατάκα να φιγουράρει στο εξώφυλλο του παλιού VHS, η παρακολούθηση του «Central Park Drifter» ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη στα μάτια του νεαρού horror fan που θα έβλεπε την ταινία στο ράφι κάποιου video club. Σήμερα βέβαια που τα standards έχουν ανέβει κατά πολύ, παλιές, «φτωχικές» ταινίες όπως η παρούσα φαίνονται ξεπερασμένες και αδυνατούν να αντέξουν στο χρόνο. Εξακολουθούν όμως να γοητεύουν τους αθεράπευτα ρομαντικούς λάτρεις του παλιού παρακμιακού τρόμου παρά την σημερινή υποβάθμισή τους.
Ο βαμπιρισμός, ο ερωτισμός, το sexploitation και το sleaze έχουν την τιμητική τους σ’ αυτό εδώ το ιδιόρρυθμο και ξεχασμένο φιλμ τρόμου από τον Καναδά. Ο Stephen Tsepes είναι ένας αρρενωπός ταξιτζής και γόης. Το βασικό προσόν του όμως είναι η βαμπιρική του υπόσταση. Ο βρικόλακας ταξιτζής κάθε βράδυ βγαίνει παγανιά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, επιβιβάζοντας στο ταξί του γυναίκες τις οποίες σε κάποια ανύποπτη στιγμή τις δαγκώνει και τις μεταμορφώνει σε βαμπίρ. Στο ενεργητικό του έχει ένα πραγματικό χαρέμι βαμπιρέλων που τον λατρεύουν. Ένα βράδυ όμως θα γνωρίσει μια ξεχωριστή επιβάτη, την άρρωστη Michelle με την οποία αναπτύσσει μια φλογερή ερωτική σχέση. Παράλληλα βίαιοι φόνοι έχουν ξεσπάσει στην πόλη με τα θύματα να φέρουν σημάδια από δαγκωματιές. Σε μια αναστατωμένη πόλη που η αστυνομία αναζητά τον υπαίτιο των φονικών, η Michelle και ο Stephen δένονται όλο και πιο πολύ προκαλώντας την οργή του συζύγου της ο οποίος προσπαθεί να σκοτώσει και τους δύο!
Το φιλμ είναι η δεύτερη ολοκληρωμένη ταινία του Καναδού σκηνοθέτη Jerry Ciccoritti.
Ομολογώ πώς η υπόθεση όσο μελοδραματική κι αν ακούγεται θυμίζοντας κοινότυπη βαρετή σαπουνόπερα, διαθέτει τουλάχιστον μια σχετική πρωτοτυπία για τα standards του τρόμου. Και ενώ η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για την πλοκή ή την τεχνική αρτιότητα του «Central Park Drifter». Παρότι οι γραφικές εικόνες των ερωτικών στιγμών αποπνέουν λυρισμό και ειλικρίνεια, η γενική αίσθηση που σου μένει είναι μια ενόχληση από τον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο γυρίστηκαν πολλές σκηνές καθώς και από το προχειρογραμμένο σενάριο. Άλλο μειονέκτημα είναι ο αργός ρυθμός παρά την φυσιολογική –σχεδόν 90 λεπτά– διάρκεια το έργου.
Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα παρακμής είναι διάχυτη στο μεγαλύτερο μέρος εναλλασσόμενη με γυμνά πλάνα προς τέρψη των λάγνων ματιών. Οι σκηνές βίας είναι αποκαλυπτικές μετά τα μισά του φιλμ και όχι ιδιαίτερα ρεαλιστικές. Προτέρημα πάντως αποτελεί η καταπληκτική ambient/electro μουσική που συνοδεύει πολλές σκηνές ταιριάζοντας απόλυτα με το γενικότερο κλίμα. Οι αθεράπευτοι λάτρεις των βρικολάκων θα πρέπει να αναζητήσουν το «Central Park Drifter» έστω και για ιστορικούς λόγους. Οι υπόλοιποι ας προτιμήσουν τις πιο mainstream και ευκολοχώνευτες ταινίες βρικολάκων των νεότερων χρόνων.