Το τεράστιο και μακροσκελές συγγραφικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα R. L. Stine δεν χρειάζεται συστάσεις. Δικαιολογημένα ο R.L. Stine αποκαλείται ο «Stephen King» της παιδικής λογοτεχνίας αφού τα περισσότερα βιβλία του απευθύνονται σε παιδικές ηλικίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια από τα έργα του δεν μπορούν να αγγίξουν και τους μεγαλύτερους. Ο κινηματογράφος έχεις επίσης ευνοηθεί πολύ από τον συγκεκριμένο συγγραφέα (βλέπε π.χ. τις ταινίες Goosebumps). Το «Fear Street» που θα αναλύσουμε εδώ είναι ίσως μια από τις καλύτερες φιλμικές μεταφορές συγγραφικού έργου του Stine.
Δεν πρόκειται για μία μόνο ταινία αλλά για τρεις ταινίες που εισήλθαν στο πρόγραμμα του Netflix διαδοχικά. Έχοντας πλέον δει και τις τρεις ταινίες Fear Street, προτιμήσαμε να κριτικάρουμε την τριλογία αυτή συνολικά. Η πρώτη ταινία τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 (1994), η δεύτερη στο 1978 και η τρίτη πάει πολύ πίσω στο χρόνο, στο απρόσμενα μακρινό 1666! Εξαρχής αυτή η χρονική τριχοτόμηση μού προσέλκυσε το ενδιαφέρον και νομίζω είναι ιδανική ως προς τον τρόπο που παρουσιάζονται τα γεγονότα.
Μετά από τους βίαιους φόνους σ’ ένα εμπορικό κέντρο το 1994, μια παρέα παιδιών και εφήβων αποφασίζει να λύσει το μυστήριο γύρω από τα στυγερά εγκλήματα. Η έρευνά τους τούς οδηγεί στο παρελθόν και στην μυστηριώδη υπόθεση μιας μάγισσας που λέγεται ότι στοιχειώνει την πόλη Shadyside όπου ζουν τα παιδιά. Πρόκειται όμως και για μια άκρως επικίνδυνη έρευνα που ξυπνά φρικαλέες φιγούρες με δολοφονική μανία και φέρνει στο φως συγκλονιστικά μυστικά.
Τυπολογικά, οι ταινίες «Fear Street» κατατάσσονται στα μεταφυσικά slasher. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν απαντά και τόσο συχνά στον κινηματογράφο είναι η αλήθεια. Οι δύο πρώτες βγάζουν ένα ωραίο, retro feeling για την πιο ανέμελη ζωή των δεκαετιών 90 και 70. Η τρίτη ταινία διαφοροποιείται αισθητά, κινούμενη περισσότερο στα μονοπάτια του απόκρυφου μέχρι να οδηγηθούμε στο τελικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών.
Ποιοτικά βρίσκονται κοντά και οι τρεις ταινίες. Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις κάποια αν και η πρώτη είναι λίγο υποδεέστερη. Αυτό βέβαια οφείλεται και στο περιεχόμενο που ακόμα παραμένει αινιγματικό αφού οι περισσότερες αποκαλύψεις που αναταράσσουν τα νερά γίνονται στις επόμενες δύο ταινίες. Συνολικά πάντως το «Fear Street» είναι ένα πετυχημένο πάντρεμα slasher με supernatural που μπορεί να προσελκύσει τόσο το πιο νέο ηλικιακά κοινό όσο και τους μεγαλύτερους θεατές με εμπειρία στον horror κινηματογράφο.
Η έμπνευση για το κουστούμι του φονιά με τη μάσκα του σκελετού προήλθε από το βιβλίο του R. L. Stine Halloween Night II που αποτελεί μέρος της σειράς βιβλίων Point Horror.
Η ομάδα των πρωταγωνιστών είναι συμπαθέστατη. Δένει σφιχτά σαν ομάδα και οι ερμηνείες τους είναι ικανοποιητικές για το όχι και τόσο βαρύ στιλ της τριλογίας. Υπάρχει έντονα το teen slasher στοιχείο, υπάρχει η αίσθηση cultίλας που όλοι οι μεγαλύτεροι αγαπάμε. Οι φίλοι του gore επίσης θα ικανοποιηθούν καθώς το «Fear Street» περιλαμβάνει πολλούς, αιματηρούς φόνους σε slasher μοτίβα.
Αυτό που με χάλασε κάπως είναι τα λίγα λογικά άλματα που κάνει η αφήγηση καθώς και λίγες προχειροδουλεμένες σεναριακές ευκολίες. Π.χ. η συμμετοχή ενός νεαρού μηχανικού παραήταν απότομη και αναληθοφανής, ειδικά η επιμονή του να συμμετέχει δυναμικά σε εξελίξεις που δεν τον αφορούσαν ιδιαίτερα. Βλέπουμε κι άλλες τέτοιες «υπερβολές» στη διάρκεια της πλοκής αλλά ευτυχώς δεν είναι τόσο πολλές σε σχέση με τις εξελίξεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Εξαιρετική επιλογή ήταν και το άκουσμα ροκ τραγουδιών από τα 90s και τα 70s. Το αίσθημα νοσταλγίας βλέπετε παραμένει έντονο όχι μόνο με τη μουσική αλλά και με άλλες αναφορές στην pop κουλτούρα όπως π.χ. τα βιβλία του μεγάλου Stephen King που αναφέρονται από τους πρωταγωνιστές. Τα κουστούμια και το μακιγιάζ των δολοφόνων είναι εξαιρετικά και τους κάνουν να δείχνουν φουλ απειλητικοί. Συναντάμε ακόμη κάποιες σκηνές με έντονο συγκινησιακό περιεχόμενο καθώς και ανατριχιαστικές ανατροπές στη ροή γεγονότων.
Από την άλλη υπάρχουν και μερικές σκηνές όπου οι ηθοποιοί αναλώνονται σε αχρείαστες συζητήσεις ηθικοπλαστικού χαρακτήρα που θα μπορούσαν να λείπουν. Η ζυγαριά πάντως γέρνει αναμφισβήτητα προς τα θετικά. Η τριλογία δείχνει γεμάτη από περιεχόμενο. Είναι καλοσκηνοθετημένη και προσεγμένη σε τεχνικό επίπεδο. Η Leigh Janiak (Honeymoon) δεν είναι καμιά τυχαία σκηνοθέτρια. Το ταλέντο της είναι εμφανές και εδώ.
Συμπερασματικά, το «Fear Street» συνιστά μια χορταστική τριλογία supernatural slasher και διαπνέεται από έναν αέρα φρεσκάδας. Πλούσιο σε σασπένς, μυστήριο και αιματοβαμμένη βία, μπορεί να κερδίσει τη συμπάθεια μιας μεγάλης γκάμας θεατών. Δώστε του μια ευκαιρία ή ορθότερα τρεις. Το ιδανικό θα ήταν να δείτε τα τρία φιλμ σε μια ημέρα ώστε να μην χάσετε το momentum αν και αναγνωρίζω πως αυτό είναι λιγάκι δύσκολο δεδομένου ότι η διάρκεια του κάθε ξεχωριστού μέρους ξεπερνά τη μία ώρα και 45 λεπτά.