Είναι κάπως δύσκολο να παρουσιάζουμε και να αξιολογούμε ταινίες τρόμου που είναι τόσο γνωστές στο horror κοινό όσο ο «Νονός» στη σκηνή των γκανγκστερικών ταινιών. Το «Friday the 13th» ένα από τα πιο διάσημα φιλμ τρόμου όλων των εποχών προφανώς δεν χρειάζεται συστάσεις και όλες οι τετριμμένες προσωνυμίες του τύπου «cult», «classic» κλπ, είναι απόλυτα δικαιολογημένες άσχετα αν ο χρόνος το απειλεί με απόρριψη από μια μερίδα θεατών κάνοντάς το να δείχνει «outdated». Για τους λιγότερο ενημερωμένους αναγνώστες απλά υπενθυμίζουμε ότι το εν λόγω φιλμ ανήκε στην εμπροσθοφυλακή μιας μικρής «ομάδας» ταινιών-πρωτοπόρων που άνοιξαν το δρόμο για την εκρηκτική επέλαση του slasher ιδιώματος στα 80s, ενός εκ των πιο παραγωγικών παρακλαδιών στη σκηνή του τρόμου.
Στο πρώτο μέρος ενός εκ των πιο εκτεταμένων franchise βλέπουμε το «πώς ξεκίνησαν όλα». Ταξιδεύουμε πίσω στις ρίζες ενός ανείπωτου κακού το οποίο γονιμοποιήθηκε από ένα τραγικό συμβάν στην λίμνη Crystal Lake – τον πνιγμό ενός άτυχου μικρού παιδιού, του Jason, ο οποίος διέφυγε της προσοχής των ομαδαρχών του στην καταραμένη πλέον κατασκήνωση της Crystal Lake. Ο αιμοσταγής και πρακτικά ασταμάτητος δολοφόνος Jason Voorhees μπορεί να μην έχει βάλει ακόμα μπρος τη φονική του μηχανή αλλά ας είναι καλά το οικογενειακό του περιβάλλον! Εντάξει τώρα, τι spoilers και σαχλαμάρες, προφανώς όλοι ξέρουν για τι μιλάμε. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι πώς πρέπει να αξιολογήσουμε το «Friday the 13th» μετά από όλο αυτό το διάστημα. Ας το ανακαλύψουμε λοιπόν τώρα.
Μια από τις πρώιμες ονομασίες του φιλμ «Friday the 13th» ενώ αυτό ακόμα ετοιμαζόταν ήταν «Long Night at Camp Blood». Η ονομασία του Jason Voorhees δόθηκε από τον σεναριογράφο Victor Miller, συνδυάζοντας τα ονόματα των δύο γιων του Josh και Ian, ενώ Voorhees ήταν το επίθετο μιας φίλης του Miller στο λύκειο.
Κατ’ αρχήν στη θέση του σκηνοθέτη του «Friday the 13th» έχουμε έναν αξιόλογο και έμπειρο παίχτη, τον Sean S. Cunningham, ο οποίος αρκετά χρόνια πριν είχε δουλέψει με τον Wes Craven στο «cult» exploitation φιλμ του τελευταίου ονόματι «Last House on the Left». Έχουμε τον εργατικό Victor Miller στο σενάριο και τον μετρ Tom Savini στα ειδικά εφέ / μακιγιάζ. Γενικά μιλάμε για δυνατή ομάδα που έγινε ακόμα δυνατότερη με τον μουσικό Harry Manfredini ο οποίος συνέθεσε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μουσικά θέματα στην ιστορία του τρόμου. Από το cast ξεχωρίζουν οι Betsy Palmer, Kevin Bacon και Adrienne King, με την πρώτη όμως να μνημονεύεται περισσότερο για την εφιαλτική performance της προς την τελική κλιμάκωση (θυμίζοντας εξοργισμένη πεθερά ένα πράγμα). Παρότι οι βασικοί παίχτες είναι καλοί, στο «Friday the 13th», δεν πιάνουν την υψηλότερη απόδοσή τους. Η ρηχότητα του σεναρίου, οι ξύλινες ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών και ο αργός ρυθμός εξέλιξης των γεγονότων αποτελούν τα κύρια μειονεκτήματα που κατεβάζουν τον πήχη για το ιστορικό αυτό φιλμ. Μας αποζημιώνει βέβαια με το υψηλό Body count (11 φόνοι μαζί με ένα σκοτωμένο φίδι), την λεπτομερή απεικόνιση ορισμένων εξ’ αυτών, την ανατριχιαστική μουσική, το όμορφο και συνάμα απειλητικό δασώδες και λιμναίο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η ιστορία.
Πολλά παραδοσιακά χαρακτηριστικά των μεταγενέστερων slasher βρίσκονται εδώ παρότι ορισμένα απ’ αυτά μπορεί να είχαν ήδη προηγηθεί σε παλιότερα slasher όπως το «Halloween» του 1978 (π.χ. η ανάδειξη μιας πρωταγωνίστριας ScreamQueen, η υπερβολικά ανθεκτική φιγούρα του φονιά κ.α.). Η ύπαρξη κάποιων κλισέ δεν είναι λοιπόν αυτό που ενοχλεί στο «Friday the 13th», αφού τότε αποτελούσαν φρέσκα προϊόντα του cinema τρόμου/slasher. Αυτό που ενοχλεί είναι η γενικότερη αίσθηση πώς όσο κι αν το αγαπάμε γι’ αυτά που χάρισε στην πορεία της σκηνής τρόμου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την απομυθοποίηση του που συμβαίνει έκδηλα μπροστά στα ώριμα πλέον ματιά μας, απαλλαγμένα από τον πάλαι ποτέ υπέρμετρο νεανικό ενθουσιασμό. Εννοείται βέβαια πως το προτιμούμε από το άθλιο «Friday the 13th» remake του 2009 και θα συνεχίσουμε του αποδίδουμε τον φόρο τιμής που του αξίζει χωρίς όμως να το υπερεκτιμούμε όπως κάποτε…