Από τον σκηνοθέτη του «Hitman» (2007) έρχεται αυτό το εξαιρετικά βίαιο γαλλικό φιλμ τρόμου που συνεχίζει την αιματοβαμμένη παράδοση του γαλλικού cinema η οποία άρχισε από την αυγή της προηγούμενης δεκαετίας. Στο «Frontièr(s)» γινόμαστε μάρτυρες μιας απύθμενης λίμνης αίματος με πολλές και ποικίλες σκηνές φόνων και ανατριχιαστικών τραυματισμών που σηκώνουν την τρίχα. Πράγματι το φιλμ του Xavier Gens δεν χαρίζει κάστανα και απαιτεί γερό στομάχι για να παρακολουθηθεί ολόκληρο.
Η υπόθεση του «Frontièr(s)» δεν προσφέρει τίποτα ανανεωτικό ή καινοτόμο στη σκηνή του τρόμου. Μια παρέα νεαρών διαδηλωτών διαφεύγει από το Παρίσι το οποίο βράζει λόγω σφοδρών διαδηλώσεων και συγκρούσεων εξεγερμένων με τις δυνάμεις της τάξης. Η κοινωνικοπολιτική κρίση βυθίζει την πόλη σε κατάσταση χάους και αβεβαιότητας, στοχοποιώντας πολλούς «ταραξίες». Η αφιλόξενη αυτή κατάσταση παρακινεί τους εξεγερμένους πρωταγωνιστές σε ένα οδικό ταξίδι εκτός πόλης με προορισμό τα σύνορα με την Ολλανδία. Όμως το ταξίδι τους θα εξελιχθεί σε εφιάλτη όταν αποφασίζουν να διαμείνουν για μια νύχτα σ’ ένα επαρχιακό παρακμιακό μοτέλ που διευθύνεται από μια παρανοϊκή οικογένεια νεοναζιστών. Τα μέλη της ναζιστικής οικογένειας γρήγορα επιδεικνύουν τις κακόβουλες διαθέσεις τους χτυπώντας, σφάζοντας, φυλακίζοντας και βασανίζοντας τους άτυχους νέους οι οποίοι θα δώσουν έναν απελπισμένο αγώνα για επιβίωση μέχρις εσχάτων. Σίγουρα κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση τους…
Όπως καταλαβαίνουμε το «Frontièr(s)» κινείται στα γνώριμα μονοπάτια ταινιών splatter/torture porn κατεύθυνσης όπως το «Hostel» (2005) αλλά και των παρανοϊκών οικογενειών όπως το «Wrong Turn» (2003) και το διαχρονικό διαμάντι τρόμου του Tobe Hooper «Texas Chain Saw Massacre»(1974). Το μόνο πρωτότυπο στοιχείο που εισάγει είναι η ναζιστική ιδεολογία της οικογένειας – ένα έξυπνο τρικ για να εντείνει το feeling τρόμου και αποτροπιασμού του θεατή. Μετά τις εισαγωγικές σκηνές φυγής των νέων από το Παρίσι και την άφιξή τους στο μοτέλ των νεοναζί, το φιλμ μάς κερνάει ατελείωτες ποσότητες gore μέσα από ποικίλες σκηνές βίαιων τραυματισμών και φόνων. Ροπαλιές, πυροβολισμοί, μαχαιρώματα, γαντζώματα, μέχρι και θανατώσεις με αέριο σε θάλαμο αερίων (προσφιλής τακτική των ιστορικών ναζί) σερβίρονται με εξαιρετική λεπτομέρεια προκαλώντας σοκ στους πιο λιπόψυχους και ευτυχία στους απανταχού splatter-άδες.
Το «Frontière(s) απαγορεύτηκε στην Ταϊλάνδη λόγω της υπέρμετρης βίας του.
Παράλληλα η ταινία προσπαθεί να σοκάρει και με αναφορές στη ναζιστική νοοτροπία της οικογένειας, προβάλλοντας την αυταρχική δομή της, τις γερμανικές ατάκες της, την προσήλωση στον πατέρα-αρχηγό, (κατά έναν παραλληλισμό της παρελθοντικής προσήλωσης του γερμανικού λαού στον Χίτλερ), την πίστη στην καθαρότητα της φυλής, στην «αμόλυντη» διαιώνισή της και την απέχθεια στο διαφορετικό είτε αυτό είναι «χρώμα», είτε θρησκεία. Βέβαια η απεικόνισης της ναζιστικής σημειολογίας δεν γίνεται με τον πιο επιδέξιο τρόπο, αν και σε καμία περίπτωση δεν φάνηκε ότι σκοπός του Gens ήταν να υπερτονίσει τα ιδεολογικά στοιχεία εις βάρος της δράσης και της βίας. Απλά το όλο concept χρειαζόταν καλύτερη επεξεργασία για να δέσει άψογα με το υπόλοιπο υλικό. Οι ερμηνείες στο «Frontièr(s)» είναι γενικά επαρκείς κάτι που δεν μπορούμε να πούμε και για την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Δύσκολα ταυτίζεσαι με κάποιον ενώ το πιο έμπειρο μάτι βρίσκει ομοιότητες ενός ευτραφούς καθυστερημένου μέλους της οικογένειας με τον Leatherface από τον «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι» χωρίς –προς Θεού– να υπάρχει περιθώριο σύγκρισης.
Πάντως το ρητό που λέει ότι «το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς», επιβεβαιώνεται και σ’ αυτή την περίπτωση, αναφορικά με το gory υλικό. Από ένα σημείο και μετά κουράζει και η επιμονή του Gens στην συνεχή απεικόνιση βίας χάνει τον προσανατολισμό της. Σίγουρα ο Gens έπρεπε να τελειώσει το έργο του πιο γρήγορα κι όχι να το επεκτείνει παραπανίσια με ανούσιους, λαβυρινθώδεις ελιγμούς αίματος και δράσης όπως συμβαίνει προς το φινάλε. Το «Frontièr(s)» μοιάζει δηλαδή «παραφουσκωμένο» από βία και όσο κι αν εντυπωσιαζόμαστε από τα αληθοφανή ειδικά εφέ του, μια εσωτερική φωνή ζητάει επίμονα το τελείωμα (όποιο κι αν είναι αυτό). Πάλι καλά που ήρθε διότι με τη φόρα που είχε πάρει…