Μετά την τεράστια επιτυχία του ιστορικού «The Blair Witch Project» (1999) ήταν αναμενόμενη η συνέχιση της δοκιμασμένης «found footage» συνταγής από πολλές ταινίες τρόμου που επιδίωκαν την παραγωγή τρομακτικής ατμόσφαιρας μέσα από τις κάμερες των ίδιων των πρωταγωνιστών. Σ’ αυτά τα μονοπάτια κινείται και το «Grave Encounters», η πρώτη ολοκληρωμένη σκηνοθετική δουλειά των «The Vicious Brothers», αξιοποιώντας την προαναφερθείσα διαδεδομένη αλλά και σχετικά κορεσμένη πια τεχνική.
Το «Grave Encounters» περιστρέφεται γύρω από μια ομάδα «κυνηγών φαντασμάτων» και διοργανωτών ενός τηλεοπτικού σώου πάνω στο θέμα των στοιχειωμένων τόπων και των παραφυσικών φαινομένων. Αυτή τη φορά θα ερευνήσουν ένα κακόφημο ψυχιατρείο όπου πριν πολλές δεκαετίες διεξήχθησαν βάναυσα πειράματα στους ασθενείς. Αφού πάρουν τις απαραίτητες συνεντεύξεις από προσωπικό που συντηρεί τον εγκαταλελειμμένο πια χώρο (κηπουρούς, επιστάτες κλπ) και μερικούς ακόμα μάρτυρες που μπήκαν στο κτίριο, κλειδώνονται μέσα σ’ αυτό έχοντας κανονίσει με τον θυρωρό να τους ανοίξει την επόμενη μέρα στις 6 το πρωί.
Η ομάδα αρχίζει μια πρώτη αναγνωριστική έρευνα του χώρου στήνοντας τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό που θα εξασφαλίσει την καταγραφή οποιωνδήποτε παραφυσικών φαινομένων. Ενώ στην αρχή τα πράγματα κυλούν χαλαρά, σταδιακά αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα διάφορα μυστήρια περιστατικά: πόρτες κλείνουν απότομα χωρίς λόγο, ανατριχιαστικές κραυγές ακούγονται από διάφορα σημεία του ψυχιατρείου, μέλη της ομάδας χάνονται, οι ασύρματοι επικοινωνίας δυσλειτουργούν. Αλλά το πιο παράξενο και συνάμα τρομακτικό είναι η ανυπαρξία εξόδου αφού οι ερευνητές φαντασμάτων διαπιστώνουν ότι η έξοδος δεν ήταν εκεί που ήξεραν ενώ και το υπόλοιπο κτίριο μοιάζει να έχει μετατραπεί σε απέραντο λαβύρινθο χωρίς τέλος. Το δράμα των εγκλωβισμένων πλέον ερευνητών μεγαλώνει και «αυτό» που ζει εντός του ψυχιατρείου θα τους δείξει πολύ σύντομα ότι δεν αστειεύεται καθόλου. Μια αγωνιώδης περιπέτεια επιβίωσης ξεκινά…
Τα γυρίσματα έγιναν στο Vancouver του Καναδά.
Σαν γενικό σχόλιο, θα έλεγα ότι η υπόθεση, χωρίς να είναι κάτι ιδιαίτερο, αναμφισβήτητα προσφέρεται για τη δημιουργία μιας αυθεντικά τρομακτικής ταινίας. Αρκεί φυσικά η εκτέλεση να το εξασφαλίζει. Σ’ αυτό το σημείο όμως νομίζω ότι χάνει το «Grave Encounters». Ενώ οι τρομακτικές σκηνές δεν απουσιάζουν, δεν έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει το μέγεθος της ρίγης που έχει νιώσει σε άλλες ταινίες τρόμου με παραπλήσιο περιεχόμενο. Η προσπάθεια του φιλμ να τρομάξει τον θεατή με διάφορες αλλόκοτες σκηνές είναι προβληματική και σχετικά προβλέψιμη.
Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να επισημανθεί είναι το ερμηνευτικό κομμάτι. Κι εδώ παρουσιάζονται αδυναμίες αφού οι ηθοποιοί δεν δείχνουν ιδιαίτερα πειστικοί και δεν καταφέρνουν νας μας μεταδώσουν χορταστικά τον υποτιθέμενο πανικό που βιώνουν. Υπάρχουν επίσης ορισμένα όμοια σημεία με το «The Blair Witch Project» όπως οι συνεντεύξεις που παίρνει η ομάδα από τους εργαζόμενους συντήρησης του χώρου ή ο δραματικός μονόλογος του πρωταγωνιστή μπροστά στην κάμερα που για κάποιους ίσως χτυπούν άσχημα. Τετριμμένες ιδέες όπως «ο κακός γιατρός που έκανε ανήθικα πειράματα στους ασθενείς» δεν προσφέρουν τίποτα φρέσκο και για ορισμένους θεατές ενδεχομένως όλα αυτά λειτουργούν αποτρεπτικά.
Εν τέλει, η εντύπωση που σου μένει από το «Grave Encounters» είναι ανάμεικτη. Χωρίς να είναι κακή ταινία, αφήνει την πίκρα ότι μπορούσε να ήταν πολύ πιο προσεγμένη, ατμοσφαιρική και δυναμική, αν οι δημιουργοί και οι συμμετέχοντες αξιοποιούσαν καλύτερα τα δεδομένα και δεν στερούνταν έμπνευσης.