Μελετώντας ενδελεχώς τα ράφια στον τομέα του «Φανταστικού» σε γνωστό βιβλιοπωλείο, πέφτει τελικά το μάτι μου στον σαγηνευτικό, γοτθικό τίτλο «Η Νύφη του Λυκόφωτος». Η υπόθεση του συγκεκριμένου βιβλίου από τις Συμπαντικές Διαδρομές αμέσως ερέθισε το ενδιαφέρον μου. Η περιέργειά μου να δω τι κρύβεται πίσω από τη μυστηριώδη ιστορία του συγγραφικού πονήματος της Γεωργίας Χιόνη ήταν πολύ μεγάλη. Και πάντα οι νουβέλες που γράφονται από Έλληνες συγγραφείς με παρακινούν λίγο παραπάνω για ευνόητους λόγους.
Το βιβλίο μάς μεταφέρει στην ακριτική Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σουφλίου. Εκεί, στο μακρινό χωριό Λυκόφως (ωραίο όνομα) σημειώνονται τρεις ανεξήγητοι θάνατοι όπου τα θύματα έχουν καμένο στόμα. Δύο αστυνομικοί από τη Θεσσαλονίκη, η Άρτεμη και ο Φίλιππος μεταβαίνουν στο χωριό με αποστολή να λύσουν την αλλόκοτη υπόθεση. Εκεί συνεργάζονται με τον ντόπιο αστυνομικό και με μερικούς ακόμα κατοίκους.
Στο τοπίο δεσπόζει η εδώ και έναν περίπου αιώνα εγκαταλελειμμένη καλύβα που βρίσκεται πάνω σε έναν λόφο στο χωριό. Τα γεγονότα φαίνεται ότι σχετίζονται κατά κάποιον τρόπο με την καλύβα η οποία κρύβει ένα σκοτεινό και δυσάρεστο παρελθόν. Θα μπορέσουν οι ήρωές μας να ξεδιαλύνουν την υπόθεση και να δώσουν τέλος στους θανάτους που βασανίζουν το μικρό χωριό;
Προσπαθώντας να μην αποκαλύψω πολλά στοιχεία από την πλοκή, θα εστιάσω στα κύρια σημεία που μαγνήτισαν το ενδιαφέρον μου. Αρχικά έχουμε μια αγωνιώδη, αινιγματική εισαγωγή που θέτει τα θεμέλια για τη συνέχεια ανοίγοντας ταυτόχρονα την πόρτα στο μυστήριο που θα ακολουθήσει. Στη συνέχεια μαθαίνουμε τους βασικούς πρωταγωνιστές που θα παίξουν ρόλο στο ξεδίπλωμα της υπόθεσης. Με το δίδυμο των αστυνομικών από τη Θεσσαλονίκη εξοικειώνεσαι άμεσα. Η συγγραφέας ξεδιπλώνει λίγα πράγματα για την προσωπική τους ζωή χωρίς παραπανίσιες λεπτομέρειες.
Ο αστυνομικός του χωριού, ο Παντελής, είναι επίσης αξιόλογος χαρακτήρας. Η μοναξιά του επαγγέλματός του στο χωριό τον καθιστά συμπαθητικό στα μάτια μας. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες παίζουν δευτερεύοντες ρόλους αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μερικοί από αυτούς συνεισφέρουν στην διασαφήνιση πτυχών της υπόθεσης. Μου άρεσαν επίσης τα παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία του βιβλίου όπως η βαθιά σχέση γιαγιάς-εγγονής, οι λαϊκές ονομασίες του τύπου «μπαρμπα-Νίκος» και οι ιστορικές αναφορές στην προσφυγιά της μικρασιατικής καταστροφής.
Υφολογικά τώρα, το διήγημα συνδυάζει αστυνομικά στοιχεία με το υπερφυσικό. Προσωπικά με άγγιξε περισσότερο το δεύτερο λόγω κάποιων καλογραμμένων σουρεαλιστικών σκηνών όπου η πεζή πραγματικότητα δίνει τη θέσης της σε ονειρικές καταστάσεις μέσα στο σκοτεινό περιβάλλον της καλύβας. Οι στιγμές εντός της καλύβας όπου οι ήρωες περνούν τον χρόνο τους είναι από τις πιο δυνατές του βιβλίου και από τις πιο απρόβλεπτες.
Η γλώσσα γραφής είναι σχετικά απλή με σποραδικά εμπλουτισμένες περιγραφές που προκαλούν αίσθηση. Από όλες αυτές, αξέχαστη θα μου μείνει εκείνη η πομπώδης, μαγευτική περιγραφή της αυγής στο κεφάλαιο 14. Αναμφίβολα η έμπειρη συγγραφέας Γεωργία Χιόνη δίνει έξοχα δείγματα δημιουργικότητας σε αυτό το σημείο. Και μιας και αναφέρθηκα σε κεφάλαιο του βιβλίου, να προσθέσω ότι η δομή των μικρών κεφαλαίων βοηθά τον αναγνώστη να παρακολουθήσει ευκολότερα την αφήγηση. Σίγουρα ήταν σωστή επιλογή να χωριστεί έτσι.
Αν με ενόχλησε κάτι, αυτό θα ήταν η ευκολία με την οποία γίνεται πιστευτή η μεταφυσική διάσταση των γεγονότων από το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Η μετάβαση από τον σκεπτικισμό στην αποδοχή του υπερφυσικού σα να έγινε απλοϊκά και απότομα. Λίγες «ξεκάρφωτες», μη ρεαλιστικές στιγμές όπως εκείνο το βιβλίο που σκάει από το πουθενά κοντά στην Άρτεμη και οι όχι και τόσο πρωτότυπες αποκαλύψεις του τελειώματος εντάσσονται στα ελάχιστα αρνητικά σημεία – για τα δικά μου κριτήρια τουλάχιστον.
Σε γενικές γραμμές πάντως, «Η Νύφη του Λυκόφωτος» είναι ένα ποιοτικό μυθιστόρημα, με στρωτό γράψιμο, συγγραφικές εκλάμψεις και δραματική ατμόσφαιρα. Μεγάλο ατού ο άπλετος χώρος που δίνει στην ελληνική παράδοση. Πράγματι το ελληνικό φολκλόρ και η ιστορία αυτού του τόπου προσφέρονται ως ιδανικό χωροχρονικό περιβάλλον εξέλιξης αλλόκοτων και ανατριχιαστικών ιστοριών. Όπως αυτή που μας χάρισε με ειλικρίνεια η Γεωργία Χιόνη.