Ύστερα από τον πιασάρικο τίτλο και το πολλά υποσχόμενο εξώφυλλο της ταινίας, οι προσδοκίες εκείνων που «άρπαξαν» το προκείμενο διαμαντάκι μέσα από την άβυσσο των ιταλικών ταινιών τρόμου της εποχής, θα ήταν αιτιολογημένα υψηλές. Ο σκηνοθέτης του δε, υπόσχεται κι εκείνος με την σειρά του κάτι συναρπαστικό που θα πληρεί όλα τα δεδομένα του λυσσασμένου για gore, κοινού, δεδομένου ότι αποτελεί μέλος της απίθανης αυτής παρέας των διασήμων, μαέστρων του σινεμά τρόμου που μεσουρανούσαν την δεκαετία του ’80, διατηρώντας μια χρόνια επαγγελματική και φιλική σχέση με τον Dario Argento.
Η ταινία ανοίγει με δύο από τα καλύτερα στοιχεία της, που δεν είναι άλλα από την ηλεκτρονική, ροκ μουσική του Vince Tempera και το ονειρικό, βενετσιάνικο τοπίο. Η κάμερα ακολουθεί την διαδρομή ενός ανήλικου κοριτσιού, που έχει πάρει παραμάσχαλα το βιολί του και οδεύει προς το σπίτι του. Εκτός από μια εμφανή καλλιέργεια και έφεση στην κλασική μουσική, η νεαρή χαρακτήρας διαθέτει και μια μυστικοπαθή και επικίνδυνα απρόβλεπτη προσωπικότητα, το οποίο και επιβεβαιώνεται λίγο αργότερα όταν θα σκοτώσει ακαριαία την μητέρα της, προκαλώντας της εσκεμμένα ηλεκτροπληξία. Την εισαγωγική σεκάνς, συμπληρώνει το ανατριχιαστικό μηδίαμα στο πρόσωπο του κοριτσιού, χωρίς ίχνος μεταμέλειας.
Μετά το αναπάντεχα δυνατό ξεκίνημα της ταινίας, η ιστορία ακολουθεί νέους χαρακτήρες και συγκεκριμένα μια κοριτσίστικη ροκ μπάντα, που έπειτα από την πίεση της δισκογραφικής, σπεύδει να καταστρώσει ένα σχέδιο για ένα πιο πρωτότυπο και ποιοτικό αποτέλεσμα για το νέο της δίσκο. Το νέο άλμπουμ έχει κόνσεπτ, τρόμο και μάλιστα σε συνδυασμό με χροιά κλασικής μουσικής και τίτλο «Paganini Horror». Γρήγορα στήνεται μια μικροπλεκτάνη, όπου ο ντράμερ του συγκροτήματος, Daniel, κλείνει μια συμφωνία με τον «Διάβολο», αγοράζοντας ανεκπλήρωτες συνθέσεις του Paganini από έναν μυστηριώδη κύριο, ονόματι Pickett.
Η μπάντα και το ευρύτερο συνεργείο αμέσως δέχεται να προχωρήσει στα διαδικαστικά, συμφωνόντας ομαδικώς να υλοποιήσουν τα γυρίσματα του νέου τους βίντεο κλιπ στην έπαυλη Casa di Sol υπό την σκηνοθεσία ενός δημιουργού ταινιών τρόμου. Ενώ όλα κυλούν θαυμάσια για την καριέρα του γκρουπ, σύντομα τα γυρίσματα θα καθυστερήσουν όταν τα μέλη θα αρχίσουν να εξαφανίζονται ένα προς ένα και οι πρωταγωνιστές θα συνειδητοποιήσουν ότι είναι υποχείρια του φαντάσματος του Paganini, που έχει καταραστεί και στοιχειώσει την οικία.
Μετά από λίγες αλλά ουσιαστικές συζητήσεις μεταξύ των χαρακτήρων, αποκαλύπτουν ορισμένα δεδομένα που θα ήταν ελαφρώς απίθανο να κατανοήσει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ο θεατής. Μία από τις εκπληκτικές ανακαλύψεις, αποτελεί το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές, όχι απλώς εξαφανίζονται και αργότερα δολοφονούνται μακάβρια, αλλά γίνονται και δέκτες μιας σιχαμερής μόλυνσης από έναν μύκητα του 18ου αιώνα, προερχόμενο από τα ξύλα από τα οποία φτιάχνονται τα βιολιά Στραντιβάριους.
Ο σκηνοθέτης, εξαιτίας του χαμηλού κόστους παραγωγής, αναγκάστηκε να αλλάξει τους τρόπους με τους οποίους πεθαίνουν στον πρωταρχικό σενάριο, οι χαρακτήρες του.
Όσο οι ήρωες μάχονται για την επιβίωσή τους αφότου εγκλωβιστούν για τα καλά στην βίλα, παράλληλα εκθέτουν το σενάριο με επιπόλαιες και ανόητες εξηγήσεις και φτηνούς διαλόγους, σπεύδοντας να τελειώσουν με αυτή την πολύβουη περιπέτεια και να αποκαλύψουν κακήν κακώς το μυστήριο. Στο ενδιάμεσο, η Daria Nicolodi κάνει αισθητή την κομψή παρουσία της ως την προσωρινή οικοδέσποινα του Casa di Sol (και παραδόξως με την σεναριακή της συμβολή σε συνεργασία με τον ίδιο τον σκηνοθέτη), αποτελώντας μια σπίθα υποκριτικής λάμψης ανάμεσα στο χάος των ερασιτεχνών, στα όρια των αντιπαθητικών, ηθοποιών. Φλερτάροντας μονίμως με τεχνικές των κλασικών b-movies, αγγίζει συχνά και εκείνες των αγαπημένων giallo, όπως τα φανταχτερά, ψυχεδελικά χρώματα σε συνδυασμό με μια πολύ συνηθισμένη μανιέρα της πλειοψηφίας των κοινότυπων σλάσερ, ωστόσο δίχως αποκαλυπτικές στιγμές σπλάτερ ούτε από την άλλη και μυστηρίου.
Ενώ η έλλειψη budget γίνεται μέρος της ταινίας και πλέον δεν αποτελεί καμία ενόχληση ως προς την ροή, αυτό καταφέρνει περίτρανα να κάνει το σενάριο και οι ανόητοι διάλογοι. Ταυτόχρονα, παρ’ ότι υπάρχει ήδη θέμα στο πως κυλάει η πλοκή, δέχεται συχνά άσκοπες παρεμβολές μουσικών διαλειμμάτων, όπου παρακολουθούμε το συγκρότημα να ερμηνεύει μερικές από τις επιτυχίες του, με ορισμένες ξεκαρδιστικές στιγμές άκυρου lip sync. Εν τέλει, απομένουν τρεις κοπέλες οι οποίες κάπου ανάμεσα στα ουρλιαχτά και το ενιαίο παραλήρημα, αποκαλύπτουν την επίλυση του γρίφου για την απελευθέρωσή τους από την κατάρα και συμπεραίνουν πως δεν πρέπει απλώς να παίξουν στο βιολί το περιβόητο αυτό κομμάτι του Paganini (που έχει προκαλέσει και την όλη δυσχερή κατάσταση), αλλά να το κάνουν αντίστροφα ώστε να κλείσει για πάντα την πύλη της Κολάσεως. Μετά από ένα διαρκές γυναικείο τσίριγμα και μια ασυνάρτητη βαβούρα, έρχεται η τελική αποκάλυψη και ανατροπή της ιστορίας και η ταινία προτού προλάβει να αποκτήσει μια εκτίμηση και ένα ενδιαφέρον παραπάνω, πέφτουν οι τίτλοι τέλους.
Ενώ κατηγορηματικά, πρόκειται για μια τολμηρή αρχική ιδέα βάσει του διαθέσιμου κόστους παραγωγής, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η ταινία δεν είναι καθόλου εύπεπτη στο σύνολό της παρά την μικρή της διάρκεια, γεγονός που μπορεί και να ωφείλεται στην κακή διαχείρηση του τελικού σεναρίου εν συγκρίσει με το πρωταρχικό της concept. Από την άλλη, εκ πρώτης όψεως φαντάζει πολύ ενδιαφέρουσα για να την εξερευνήσει κανείς, όμως τελικά -όπως παραδέχτηκε και ο παραγωγός της ταινίας, Fabrizio De Angelis στον σκηνοθέτη σύμφωνα με πηγές- θα ήταν αδύνατο να διαχειριστεί το έργο κανείς καλύτερα από ότι εκείνος, σύμφωνα με τα ελάχιστα δεδομένα μέσα που διέθετε. Επομένως, όχι, δεν πρόκειται για μια κακή ιδέα, ούτε για ανεπάρκεια έμπνευσης και θέλησης. Απλώς για ένα πολύ μέτριο και άνισο αποτέλεσμα.
Θετικά: Ενδιαφέρον σκηνοθετικά, με υπόβαθρο, με σκηνογραφία και μουσική ανωτέρου επιπέδου
Αρνητικά: Πενιχρό σενάριο, διάλογοι και σεναριακές επεξηγήσεις, τραγελαφικές ερμηνείες στο σύνολο με πλήρη απουσία ροής στην πλοκή
Συμπέρασμα: Πρόκειται για μια κυριολεκτικά και μεταφορικά φτηνή απόδοση, της αιώνιας διαμάχης της κλασικής απέναντι στην σύγχρονη ροκ μουσική.
Βαθμός:
👆 Οι καλύτερες σκηνές (spoilers):
- Η εισαγωγική σκηνή της ταινίας, όπου ένα μικρό κοριτσάκι διασχίζει νωχελικά με μια βάρκα το πανέμορφο ιταλικό τοπίο και πηγαίνει στο σπίτι της λίγο πριν δολοφονίσει την μητέρα της, όσο παρεισφρύει η μυστηριώδης ηλεκτρονική μουσική του Tempera και προκαλεί δέος στον πωρωμένο θεατή.
- Η τελευταία σκηνή, όπου η πρωταγωνίστρια, βγαίνει από την βίλα της Κολάσεως και η κατάρα που τους καταδιώκει έχει θεωρητικά φτάσει στο τέλος της. Έπειτα η Daria Nicolodi, αποκαλύπτει στην κεντρική ηρωίδα, πως στην πραγματικότητα βρίσκεται στην κόλαση και ό,τι έλαβε χώρα έως τώρα, είναι μια λούπα που η ίδια είναι αναγκασμένη να παρακολουθεί ξανά και ξανά για μια ζωή, ως τιμωρία (καθ’ ότι υπαίτια για την εσκεμμένη ηλεκτροπληξία που είχε κάποτε προκαλέσει στην μητέρα της). Τέλος, αποσαφηνίζει πως όλοι οι επισκέπτες του Casa di Sol, είναι ούτως η άλλως καταδικασμένοι στην Κόλαση…
👍 Ακολουθήστε το Horrormovies.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα.