Το «Renfield» προφανώς δεν είναι άλλη μια μεταφορά στον κινηματογράφο του κλασικού μυθιστορήματος γοτθικού τρόμου του Bram Stoker. Πρόκειται για μια διασκευή του έργου προσαρμοσμένη στη σύγχρονη εποχή και εμπλουτισμένη με έκδηλα action και comedy στοιχεία. Με άλλα λόγια, η ταινία παρότι χρησιμοποιεί κλασικό και χιλιοπαιγμένο υλικό, εμφανίζει ξεχωριστή ταυτότητα και σε παρακινεί να την δεις.
Πρωταγωνιστής είναι ο ημιφρενοβλαβής υπηρέτης του Δράκουλα, ονόματι Renfield (Nicholas Hoult), τον οποίο οι αναγνώστες του μυθιστορήματος θα θυμούνται. Μόνο που εδώ ο εν λόγω χαρακτήρας είναι πιο προσεγμένος, πιο σουλουπωμένος και εμφανίζει αξιοσημείωτες ηθικές αναστολές αναφορικά με το αιματηρό έργο που προσφέρει για λογαριασμό του δαιμονικού αφέντη του. Αυτή η αμφισβήτηση θα θέσει τον Renfield σε τροχιά σύγκρουσης με τον Δράκουλα στην οποία μπλέκονται αρκετοί ακόμα παίκτες όπως μια αποφασιστική μπατσίνα και μια συμμορία εγκληματιών. Θα καταφέρει ο ταλαίπωρος Renfield να απαλλαγεί από τον Δράκουλα και ταυτόχρονα να σώσει τον κόσμο από ένα αναδυόμενο κακό άνευ προηγουμένου;
Προσωπικά μου άρεσε το concept και αδημονούσα για το συγκεκριμένο φιλμ. Επίσης θεωρώ πως ο Nicolas Cage έχει φάτσα και κορμοστασιά απόλυτα ταιριαστές με την σκοτεινή φιγούρα του Δράκουλα κάτι που φαινόταν ήδη από το trailer. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι η εκτίμησή μου επιβεβαιώθηκε αφού η εμφάνιση του Cage ήταν απολαυστικότατη. Οι μορφασμοί του προσώπου του και η απειλητική χροιά της σαπισμένης φωνής του, μας έδωσαν έναν από τους πιο διασκεδαστικούς Δράκουλες που έχουμε δει στον mainstream κινηματογράφο. Το make-up του ήταν εξαιρετικό και μαζί με τα εφέ των νυχτερίδων και των αιωρήσεων έβγαλαν μια επιβλητική εικόνα που θα μείνει στη μνήμη μας για καιρό.
Παρά τη συνήθεια του Nicolas Cage να αρνείται την αποδοχή δεύτερων ρόλων, στο «Renfield» αποδέχτηκε την πρόταση καθώς ήταν όνειρό του να υποδυθεί τον Κόμη Δράκουλα κάποια στιγμή.
Όσον αφορά το υπόλοιπο περιεχόμενο της ταινίας τώρα, νομίζω ότι είδαμε μια αξιοπρεπή action-horror κωμωδία με μεγάλη έμφαση στον τομέα της αιματοβαμμένης βίας. Πράγματι ο δείκτης του gore είναι ανεβασμένος στο μέγιστο σημείο. Κομμένα χέρια, αποκεφαλισμοί, ξεσκίσματα σωμάτων και άλλα τέτοια «όμορφα» αφθονούν. Η βίαιη δράση δεν έχει τελειωμό.
Αλλά δεν πρέπει μόνο να εκθειάζουμε το πλουσιοπάροχο gore. Από ένα σημείο και μετά οι υψηλές ποσότητες αιματοχυσιών ενεργούν εις βάρος της ταινίας κάνοντάς την να δείχνει «ψεύτικη» ή «καρτουνίστικη». Η υπερβολική ευκολία με την οποία ο Renfield και η αστυνομικός-συνεργάτιδά του ξεπαστρεύουν τους αντιπάλους τους με τους πλέον αιματηρούς τρόπους, αρχίζει κάπου να κουράζει περιορίζοντας την αγωνία που θα έδιναν οι εν λόγω συγκρούσεις αν ήταν λίγο πιο ισορροπημένες.
Μου δόθηκε επίσης η εντύπωση ότι μερικοί από τους χαρακτήρες δεν αξιοποιήθηκαν στο έπακρο. Τέτοια περίπτωση ήταν π.χ. η αρχηγός της συμμορίας (Shohreh Aghdashloo) που συγκρούεται με τον Renfield. Η γοητευτική τύπισσα είχε αισθητή παρουσία όσο λίγο έπαιξε αλλά δεν της δόθηκε χρόνος να κάνει περισσότερα. Γενικά το φιλμ χρειαζόταν λίγο παραπάνω χρόνο για να ξεδιπλώσει αρτιότερα την πληθώρα χαρακτήρων που εξαπέλυσε στην ιστορία.
Ο Nicholas Hoult στο ρόλο του Renfield ήταν αρκετά καλός. Οι συνομιλίες του στην ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης είχαν την πλάκα τους όπως και οι δραματικοί, αυτοβιογραφικοί μονόλογοί του. Αλλά και κάποιες συνομιλίες του με τον Δράκουλα ήταν ενδιαφέρουσες. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν απλά επαρκείς στους ρόλους τους χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος. Το κύριο πρόβλημα του φιλμ το εντόπισα στο σενάριο το οποίο μετά τα μισά περίπου αρχίζει να πλατειάζει, να μπάζει νερά, με τους χαρακτήρες να παίρνουν παράλογες αποφάσεις σε μια πλοκή που δεν φαινόταν να οδηγούσε σε κάτι ενδιαφέρον πέρα από την προβλέψιμη τελική σύγκρουση.
Πάντως δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι το «Renfield» ήταν ένα ξεχωριστό φιλμ που με ψυχαγώγησε. Πιστεύω ότι λόγω της ασυγκράτητης παράνοιάς του σίγουρα θα μπει σε αρκετές λίστες με τα φιλμ τρόμου της χρονιάς που ξεχώρισαν ακόμα κι αν το θεωρήσουμε «λίγο» για κάτι τέτοιο. Σίγουρα δεν μπορώ να παραβλέψω τα καλά στοιχεία του και την εκρηκτική του εικόνα έστω μέχρι τη μέση περίπου. Άλλωστε στις κωμωδίες τρόμου πρέπει να συνυπολογίζεται το χιουμοριστικό στοιχείο και γίνονται ευκολότερα ανεκτά ορισμένα «ξεχειλώματα» στη δράση των χαρακτήρων. Ίσως δεν έπρεπε να είχα θέσει τον πήχη πολύ ψηλά εξαρχής.