Να που σιγά σιγά οι ανθολογίες τρόμου αρχίζουν να ξανάρχονται στο προσκήνιο. Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη κατηγορία ταινιών τρόμου με ιστορία από πολύ παλιά και που μας έχει δώσει πολλά κρυφά διαμαντάκια. Το «Scary Stories to Tell in the Dark» φιλοδοξεί να επαναφέρει το ενδιαφέρον του κοινού σ’ αυτό το υποτιμημένο υποείδος τρόμου ποντάροντας μεταξύ άλλων στα ηχηρά ονόματα των συντελεστών.
Ο Guillermo del Toro στο γράψιμο της ιστορίας και ο Σκανδιναβός André Øvredal (Trollhunter) αποτελούν εγγύηση όσον αφορά την ποιότητα του έργου κάτι που φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας παρά τα σποραδικά σεναριακά της προβλήματα. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ κατά τη χρονική περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, και πιο συγκεκριμένα το 1968.
Η επιλογή του χρόνου δεν είναι τυχαία αφού ανά διαστήματα το φιλμ προσπαθεί να περάσει με διακριτικό τρόπο αντιπολεμικό μήνυμα. Δεν μας χαλάει καθόλου αυτή η τακτική λαμβάνοντας υπόψη το «αθόρυβο» στιλ που το υλοποιεί χωρίς δηλαδή να καταντά φλύαρη χαντακώνοντας το horror μέρος το οποίο μας ενδιαφέρει περισσότερο σε μια παραγωγή τρόμου.
Ας προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες τώρα. Κατ’ αρχήν η υπόθεση ακούγεται συμπαθητική. Ένα μυστηριώδες βιβλίο, γραμμένο από μια νεκρή κοπέλα που απομονώθηκε και βασανίστηκε από την ίδια της την οικογένεια στα τέλη του 19ου αιώνα. Το βιβλίο πέφτει στα χέρια μιας παρέας νεαρών ατόμων από τα οποία ξεχωρίζει η μικρή Stella με έφεση στο γράψιμο ιστοριών.
Η Stella και η παρέα της μόλις έμπλεξαν σε μια εφιαλτική περιπέτεια αφού το βιβλίο ξεκινά να γράφει (με αίμα παρακαλώ) νέες ιστορίες που αφορούν τους νεαρούς πρωταγωνιστές. Σύντομα ο ένας μετά τον άλλο βιώνουν τον απόλυτο εφιάλτη. Οι μεγάλοι τους φόβοι γίνονται κεντρικό θέμα των ιστοριών που εκτυλίσσονται ζωντανά. Η Stella προσπαθεί να σώσει τους φίλους της και στην προσπάθειά της να το κάνει θα έρθει όλο και πιο κοντά στο τρομακτικό μυστικό που κρύβει το βιβλίο.
Η ταινία βασίζεται στην ομότιτλη σειρά βιβλίων παιδικού τρόμου του Alvin Schwartz που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία 1981-1991.
Η ιδιαιτερότητα του «Scary Stories to Tell in the Dark» σε σχέση με τις άλλες ανθολογίες τρόμου έγκειται στο ότι η κεντρική ιστορία που συνηθίζεται να την αποκαλούμε «περιτύλιγμα» κατέχει το μεγαλύτερο χρονικά μέρος του σεναρίου. Ενώ δηλαδή σε άλλες ανθολογίες δίνεται περισσότερος χρόνος στις διακριτές ιστορίες (segmenets) και λιγότερο στην ιστορία-περιτύλιγμα, εδώ ο χρόνος των segments είναι υπερβολικά μικρός. Αυτό που βλέπουμε ως «ξεχωριστές ιστορίες» είναι μια σύντομη και απλή δομικά εμπειρία τρόμου του κάθε πρωταγωνιστή εν μέσω των βασικών εξελίξεων γύρω από το βιβλίο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κακές. Αντίθετα μερικές από αυτές παράγουν γνήσια αισθήματα τρόμου και περιέχουν ορισμένα πολύ εντυπωσιακά και αξιομνημόνευτα τέρατα. Απλά θα ξενίσουν αυτούς που περίμεναν πιο μεγάλες και ολοκληρωμένες επιμέρους ιστορίες. Η σκηνοθεσία διακρίνεται από τον αναμενόμενο επαγγελματισμό ενώ έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στα ειδικά εφέ που είναι από τα ισχυρά χαρτιά της ταινίας.
Απογοητευόμαστε κάπως από τις σεναριακές ευκολίες που επινοήθηκαν πρόχειρα για να βοηθήσουν την πλοκή να προχωρήσει. Επίσης θα θέλαμε να δούμε πιο πρωτότυπες ιδέες γύρω από το κεντρικό θέμα, ήτοι τη σχέση του βιβλίου με τις ιστορίες και τη νεκρή συγγραφέα του. Άλλη μια ιστορία ενός ταλαιπωρημένου «φαντάσματος» που ζητάει απονομή δικαιοσύνης είναι σίγουρα κουραστική.
Γενικά όμως τα θετικά ξεπερνούν τα αρνητικά και η τελική γεύση που σου μένει από το «Scary Stories to Tell in the Dark» είναι γλυκιά, αν και σίγουρα οι περισσότεροι θα περίμεναν μια πιο πλούσια και ευφάνταστη συνταγή, ειδικά όταν εμπλέκονται έμπειροι κινηματογραφιστές όπως οι Guillermo del Toro και André Øvredal. Ευχαριστήθηκα το φιλμ περισσότερο από άλλα supernatural φιλμ τρόμου της νεότερης εποχής. Από την άλλη πιστεύω ότι αν οι «εγκέφαλοι» πίσω από το σύγχρονο cinema τρόμου έχουν στα πλάνα τους την ανάδειξη των ανθολογιών, θα πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια.