Υπάρχουν ταινίες τρόμου που οι ιστορικές συγκυρίες τις καθιστούν κομβικής σημασίας λόγω της τεράστιας μεταγενέστερης επιρροής τους με αποτέλεσμα να θεωρούνται πολύ σύντομα «κλασικές» από πολλούς φίλους του είδους. Τέτοια περίπτωση είναι το «Scream» του μεγάλου Wes Craven που κυκλοφόρησε το 1996 προσελκύοντας πολυάριθμα βλέμματα και αποτέλεσε τη βάση για το ξεπήδημα αμέτρητων παρόμοιων ταινιών.
Αναγνωρίζοντας στα ίδια τα λόγια των ηθοποιών του «Scream» την τεράστια αξία παλιότερων διάσημων φιλμ τρόμου, ο Wes Craven σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Kevin Williamson μας προσφέρει μια απολαυστική ταινία τρόμου, γεμάτη φρεσκάδα, ένταση, αυτοσαρκασμό, αιματοβαμμένες σκηνές, μυστήριο και απροβλεψιμότητα. Η υπόθεση κινείται γύρω από τη νεαρή Sidney Prescott που πριν ένα περίπου χρόνο έχασε τη μητέρα της η οποία δολοφονήθηκε βάναυσα μετά από βιασμό. Τα φαντάσματα του παρελθόντος αρχίζουν να ξαναζωντανεύουν στις σκέψεις της νεαρής πρωταγωνίστριας μετά την πρόσφατη σφαγή δύο συμμαθητών της από κάποιον άγνωστο, ενώ σύντομα γίνεται και η ίδια στόχος του μασκοφόρου παρανοϊκού.
Η μικρή πόλη Woodsboro αναστατώνεται από τα φονικά και μέσα σε αυτό το ανήσυχο περιβάλλον μπλέκονται στη ζωή της Sidney ένας αγαθούλης αστυνομικός που καλείται να την προστατέψει και μια δημοσιογράφος τηλεοπτικού σταθμού με φανερά αδιάκριτες τάσεις. Η Sidney προσπαθεί να ξεπεράσει το σοκ και αποφασίζει να πάει με μια κολλητή της στο πάρτι ενός από τους συμμαθητές της μη γνωρίζοντας ότι εκεί πρόκειται να ακολουθήσει ένα τρομερό μακελειό με συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Συμπληρώνεται κιόλας ένας χρόνος από τη δολοφονία της μητέρας της την ίδια μέρα…
Η φιγούρα του Ghostface εμπνεύστηκε από έναν κατά συρροή δολοφόνο στη Florida με παρατσούκλι Gainesville Ripper ενώ η χαρακτηριστική μάσκα του από τον πίνακα «The Scream» (1893) του Νορβηγού ζωγράφου Edvard Munch.
Στο «Scream» υπάρχουν πολλά θετικά στοιχεία που κερδίζουν τις εντυπώσεις. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημιουργική αξιοποίηση των παλιών ταινιών τρόμου δίνει άλλο αέρα στην ταινία αφού από αυτές ορίζονται οι «κανόνες» που πρέπει να ακολουθήσουν τα υποψήφια θύματα για να σωθούν και με έμπνευση από αυτές δραστηριοποιείται ο δολοφόνος. Τα απειλητικά τηλεφωνήματα του δολοφόνου και τα παιχνίδια που κάνει με τα θύματά του είναι σήμα κατατεθέν του «Scream» αυξάνοντας την αγωνία όσο ο θεατής μαθαίνει ότι ο φονιάς βρίσκεται κάπου εκεί κοντά. Όσο για το παρουσιαστικό του…ο καθένας θα έχει παρατηρήσει τη μεγάλη προτίμηση στη φορεσιά του «Ghostface» στα αποκριάτικα πάρτι, αποδεικνύοντας ότι η μορφή του εν λόγω «κακού» εντάσσεται πλέον στις κλασικές μαζί με τις υπόλοιπες «ιερές μορφές» του χώρου (βλέπε Jason Voorhees, Michael Myers κλπ.).
Ορισμένοι τετριμμένοι και χαζοί διάλογοι μεταξύ των πρωταγωνιστών καθώς και η σάτιρα που υπονοείται για τα κλισέ παλιότερων φιλμ τρόμου μπορεί να ξενίζουν ορισμένους αλλά σίγουρα δεν μπορούν να αμαυρώσουν την σπουδαιότητα του «Scream». Αντίθετα η έξυπνη ειρωνεία των κλισέ παλιότερων, slasher κυρίως ταινιών, είναι από τα βασικά συστατικά της γευστικής συνταγής των Craven/Williamson. Τα πολλά βραβεία και η αποδοχή του κόσμου αποδεικνύουν με τη σειρά τους την σπουδαιότητα του «Scream». Οι ερμηνείες είναι επίσης καλές αλλά και απόλυτα ταιριαστές με το ημισατυρικό στιλ του έργου.