Μετά το αμφιλεγόμενο και όχι τόσο πετυχημένο όσο περιμέναμε Scream 5, έρχεται το «Scream VI» με πρωταγωνίστριες την γνωστή σε όλους Courteney Cox (Γκέιλ Γουέδερς) και με τις ανερχόμενες Melissa Barrera (Σαμάνθα Κάρπεντερ) και Jenna Ortega (Τάρα Κάρπεντερ) να ανατρέψει τα μέχρι τώρα δεδομένα που είχαμε για τον Ghostface. Το «Scream VI» αποτελεί το έκτο μέρος του ιστορικού franchise σκηνοθετημένο από τους Matt Bettinelli-Olpin και Tyler Gillett οι οποίοι σκηνοθέτησαν και το Scream 5 και το αρκετά πρωτότυπο «Ready or Not».
Η υπόθεσή εξελίσσεται περίπου το ίδιο γραφικά με τις προηγούμενες ταινίες. Μια παρέα, η οποία πάντα συνδέεται με τους πρωταγωνιστές του Scream 1, προσπαθεί να ξεφύγει από ένα εκδικητικό δολοφόνο, ο οποίος χρειάζεται πάντα το γνωστό σε όλους motive του Ghostface, το όχι και τόσο motive δηλαδή. Ενώ η Σαμ προσπαθεί να προστατέψει την νεαρή αδερφή της Τάρα από τον δολοφόνο του Γούντσμπορο μετακομίζοντας στην Νέα Υόρκη κάνοντας μια καινούργια αρχή γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με έναν διαφορετικό και πολύ βάρβαρο Ghostface την φωνή του οποίου κάνει ο χαρακτηριστικός Roger L. Jackson, ένας από τους πιο πιστούς χαρακτήρες του Scream καθώς μόνο εκείνος έχει αυτόν τον ρόλο από την πρώτη ταινία.
Καθώς προχωράει η ταινία, ο δολοφόνος σκοτώνει βάναυσα ένα-ένα τα μέλη από την παρέα της Σαμ. Εκείνη μη έχοντας άλλη επιλογή αποφασίζει να βρει το δολοφόνο με την βοήθεια του αστυνομικού Wayne Bailey (Dermot Patrick Mulroney) και της πράκτορα του FBI Κίρμπι Ριντ (Hayden Lesley). Στο ανθρωποκυνηγητό αυτό εμπλέκεται και η Γκέιλ Γούεδερς με σκοπό να συμβάλει στην διαλεύκανση του εγκλήματος και να προσφέρει στο κοινό αυτή την κλασσική «ενοχλητική» αλλά αγαπημένη δημοσιογράφο του Γούντσμπορο. Η επιχείρηση δεν πετυχαίνει και η κατάσταση κορυφώνεται όταν βρίσκεται στο στόχαστρο του δολοφόνου η Γκέιλ όπου τραυματίζεται χωρίς να πεθάνει, έτσι η ομάδα αποφασίζει να παγιδεύσει τον δολοφόνο στην αίθουσα-μουσείου με τα αντικείμενα του Ghostface.
Η Neve Campbell (Σίντι Πρέσκοτ) πρωταγωνίστρια σε 5 ταινίες Scream αρνήθηκε να παίξει στο έκτο σίκουελ, γιατί τα χρήματα που τις προσέφεραν ήταν πολύ λίγα για την προσφορά της στην τεράστια επιτυχία της σειράς ταινιών και θεώρησε ότι αδικήθηκε λόγω του φύλου της, όπως δήλωσε.
Και κάπως έτσι λοιπόν, φτάνουμε στο απόλυτο plot twist της ταινίας με την αποκάλυψη 3 δολοφόνων πίσω από την θρυλική μάσκα του Ghostface, δίνοντας μια διαφορετική χροιά από τα προηγούμενα σίκουελ. Ένα από τα θετικά στοιχεία της ταινίας είναι οι απρόβλεπτοι δολοφόνοι, εντάξει σίγουρα όλοι ψυλλιαζόμαστε κάποιους ύποπτους αλλά κανείς δεν φαντάζεται την συνεργασία τριών ατόμων, αφού η σκηνοθεσία δεν σου αφήνει περιθώρια να συνδέσει τους δολοφόνους. Το γεγονός αυτό είναι μια απόδειξη ότι οι σκηνοθέτες έχοντας στον αντίποδα την μονοτονία πέντε κλασσικών slasher προηγούμενων ταινιών κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να μας ξαφνιάσουν περισσότερο από ποτέ.
Το τέλος του «Scream VI» μας αφήνει με cliffhanger βλέποντας την Σαμ, κόρη του Μπίλι Λούμις, να σφάζει κυριολεκτικά με πολλαπλές συνεχόμενες μαχαιριές έναν από τους δολοφόνους με ιδιαίτερη ικανοποίηση δίνοντας την αίσθηση ότι θα μπορούσε να ήταν εκείνη η επόμενη Ghostface δεδομένου ότι ήταν στιγματισμένη από την κοινωνία ως η κόρη ενός δολοφόνου.
Ένα ακόμα θετικό στοιχείο σε αυτό το σίκουελ είναι η σύνδεση με τα προηγούμενα Scream, εκτός από την οικογενειακή σύνδεση της πρωταγωνίστριας με τον αυθεντικό Ghostface Μπίλι Λούμις, η σύνδεση γίνεται και με το Scream 4 με την επανεμφάνιση της Κίρμπι Ριντ και με έναν αναπάντεχο τρόπο στο τέλος της ταινίας αποκαλύπτεται η σύνδεση με το Scream 5. Επιπλέον, καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας γίνονται αναφορές στους προηγούμενους δολοφόνους δίνοντας μια συνεχόμενη ροή στην πλοκή. Έχοντας όλες αυτές τις αναφορές οι σκηνοθέτες επιλέγουν να παρουσιάσουν στο κοινό ένα ιστορικό μουσείο αφιερωμένο σε όλα τα αντικείμενα, στολές και όπλα των Ghostface όλων των ταινιών. Η πρωτότυπη αυτή προσέγγιση της ταινίας προκαλεί πραγματική ανατριχίλα στους fans του Scream βλέποντας στοιχισμένες τις μαυροφορεμένες και γυαλιστερές κάπες των αυθεντικών Ghostface και το αιματηρό μαχαίρι του Μπίλι Λούμις με το οποίο όλα ξεκίνησαν.
Δυστυχώς, όπως τα περισσότερα σίκουελ έτσι και αυτό έχει ορισμένες σημαντικές αστοχίες. Αρχικά η επιλογή του όπλου σε έναν κλασσικό δολοφόνο με μαχαίρι όπου είναι το κύριο χαρακτηριστικό του Ghostface αλλοιώνει την θρυλική παρουσία του killer και αφαιρεί από το gore-splatter της ταινίας. Μια ακόμη αρνητική παρατήρηση που υπήρχε και στο Scream 5 είναι η υπερβολική επεξήγηση του όρου franchise της υποκατηγορίας δηλαδή που ανήκει η ταινία, η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει λιγότερο και να γίνει με πιο διακριτικό τρόπο στην πλοκή.
Συμπερασματικά λοιπόν, η ταινία έχει μια πολύ καλά δομημένη πλοκή με μεγάλη αγωνία και αίμα και πολλά στοιχεία που την καθιστούν ένα διαφοροποιημένο Scream. Οι αστοχίες υπάρχουν, όμως δεν ενοχλούν σημαντικά τον θεατή αφού το τέλος είναι ένα καλοφτιαγμένο plot twist μέσα σε ένα λουτρό αίματος όπου τα μαχαίρια και τα όπλα κινούνται ανελλιπώς. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερα slasher της δεκαετίας του ‘90 το οποίο ενέπνευσε πολλούς σεναριογράφους και στο κάτω κάτω ποιος δεν θέλει να συνεχίσει να ακούει την φράση «What’s your favorite scary movie?».