Μετά τη μεγάλη εμπορική επιτυχία του εκπληκτικού «Halloween» η αναμονή για το νέο φιλμ του John Carpenter υπήρξε γλυκιά και ταυτόχρονα βασανιστική. Το 1980 λοιπόν ο σπουδαίος σκηνοθέτης ξαναχτυπά με το «The Fog» στηριζόμενος στη δοκιμασμένη συνταγή της προηγούμενης ταινίας του, δηλαδή απειροελάχιστο gore, σκοτεινή φωτογραφία, στοιχειωμένη μουσική και σκοτεινή ατμόσφαιρα. Το «The Fog» παρότι φανερά κατώτερο από το «Halloween» είναι σαφώς μια γνήσια τρομακτική ταινία ενώ εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλή εκτίμηση από τους λάτρεις του Carpenter και όχι μόνο.
Κεντρικό θέμα είναι η εκδικητική επίθεση που εξαπολύει μια ομάδα νεκρών εις βάρος του πληθυσμού της παραθαλάσσιας πόλης Antonio Bay στην Καλιφόρνια. Πριν 100 χρόνια όταν και ιδρύθηκε η πόλη, μια ομάδα λεπρών με οδηγητή κάποιον Blake σκόπευε να δημιουργήσει μια αποικία κοντά στην Antonio Bay. Όμως 6 ιδρυτές της πόλης φαίνεται ότι είχαν αντίθετη γνώμη. Δεν επιθυμούσαν την ίδρυση αυτής της αποικίας και παρέσυραν στα απόκρημνα βράχια με τέχνασμα το πλοίο στο οποίο επέβαιναν οι λεπροί (Elisabeth Dane) με αποτέλεσμα να συντριβεί και να βυθιστεί παίρνοντας στον τάφο όλο το πλήρωμα κατά τη διάρκεια μιας ομιχλώδους νύχτας.
Στη συνέχεια οι συνωμότες λεηλάτησαν τους θησαυρούς του πλοίου τους ιδρύοντας μ’ αυτό την πόλη και την χαρακτηριστική εκκλησία της. Τώρα η πόλη ετοιμάζεται να γιορτάσει τα εκατοστά της γενέθλια όταν μια αλλόκοτη φωτεινή ομίχλη πλησιάζει στις ακτές της και τελικά την καλύπτει. Ακόμη πιο αλλόκοτο και συνάμα απειλητικό είναι το περιεχόμενό της: οι νεκροί του Elisabeth Dane σηκώθηκαν από τον υγρό τάφο τους και κινούμενοι μέσα στην ομίχλη έρχονται να εκδικηθούν τους κατοίκους της πόλης για το κακό που τους προξένησαν οι ιδρυτές της.
Η αρχική διάρκεια της ταινίας ήταν 80 λεπτά. Επειδή λοιπόν η διάρκεια θεωρήθηκε μικρή για τους κινηματογράφους, ο Carpenter πρόσθεσε λίγες σκηνές ακόμα μεταξύ των οποίων και ο πρόλογος με τις ιστορίες φαντασμάτων που αφηγείται ένας ηλικιωμένος σε παιδιά.
Η ταινία ξεκινά ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικά με μια αρκετά κλισέ αφήγηση του παρελθόντος της πόλης από έναν ηλικιωμένο και διατηρεί την ατμόσφαιρά της στο μεγαλύτερο μέρος της. Ακολουθούν «οιωνοί» για το κακό που πρόκειται να βρει την πόλη όπως αντικείμενα που μετακινούνται από μόνα τους, ανοιγοκλείσιμο τηλεοράσεων κ.α. Κάποια στιγμή έρχονται και οι φόνοι οι οποίοι είναι αρκετά διακριτικοί στην απεικόνισή τους.
Επιπλέον, το φιλμ κερδίζει σε ποιότητα από το δυνατό cast που περιλαμβάνει ξανά την Jamie Lee Curtis αλλά και τον πολύ καλό Tom Atkins (Lethal Weapon), την εξαιρετική Adrienne Barbeau (Escape From New York, Creepshow) και την Janet Leigh (Psycho) καθώς και 1-2 ακόμα σημαντικά ονόματα. Η ιστορία αν και τυπική δείχνει τουλάχιστον ιδιόμορφη κυρίως λόγω του ομιχλώδους πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνται οι νεκροζώντανοι. Με τις σκοτεινές τους όψεις και τα κοκκινωπά μάτια αποτελούν τις ιδανικές τρομακτικές φιγούρες σε μια ιστορία «φαντασμάτων» όπως η παρούσα.
Σίγουρα όμως υπάρχουν και πολλές ατέλειες ή προχειρότητες ειδικά στην πλοκή ενώ βλέποντας το «The Fog» μετά από τόσα χρόνια διαπιστώνουμε τη φανερή επιρροή του χρόνου πάνω του που το κάνει να δείχνει κάπως «γερασμένο». Δεν θα με εξέπληττε αν έβρισκα αρκετούς που να θεωρούν το φιλμ ξεπερασμένο. Ο ρυθμός επίσης είναι σχετικά αργός όχι όμως και σε τραγικά επίπεδα ώστε να προκαλείται βαρεμάρα. Η απεικόνιση βίας θα μπορούσε να είναι πλουσιότερη χωρίς να χαλάσει η ατμόσφαιρα.
Γενικά η ταινία παρότι διαπνέεται από έναν αέρα μεταξύ κλασικής και cult, αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων για τα υψηλά standards του τεράστιου John Carpenter και δεν είναι τυχαίο που και ο ίδιος δεν έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Όσοι δεν έχουν δει το «The Fog» μάλλον θα το συμπαθήσουν, πιθανότατα θα λάβουν ορισμένες αυθεντικές τρομάρες αλλά δύσκολα θα το αποθεώσουν όπως συμβαίνει με άλλες ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη.