Ελάχιστες ταινίες μπορούν να παντρέψουν πετυχημένα τον τρόμο, τον σουρεαλισμό και την επιστημονική φαντασία. Εξαιρετικό δείγμα του εν λόγω εκρηκτικού κοκτέιλ αποτελεί το «Videodrome» του μεγάλου David Cronenberg. Ο «βαρόνος του αίματος», όπως είναι ένα από τα παρατσούκλια του, βρίσκεται σε μεγάλα κέφια και μας προσφέρει ένα άκρως πρωτότυπο, ευρηματικό και προκλητικό φιλμ με κοινωνικά μηνύματα και υπονοούμενα για το μέλλον του τεχνολογικού πολιτισμού μας.
Η υπόθεση επικεντρώνεται στον τηλεοπτικό παραγωγό Max Renn (James Woods) ο οποίος διευθύνει έναν καναδικό τηλεοπτικό σταθμό προσανατολισμένο σε προκλητικά προγράμματα σεξουαλικού και βίαιου τύπου. Ο Max ψάχνει για κάτι νέο και συνταρακτικό που θα σοκάρει το κοινό και στα πλαίσια της αναζήτησής του θα πέσει πάνω στο «Videodrome». Το πρόγραμμα αυτό περιέχει μπόλικη βία, σεξ και βασανιστήρια χωρίς καμία πλοκή ενθουσιάζοντας τον Max. Όταν η νέα του σεξουαλική σύντροφος Nicki (Deborah Harry) εξαφανίζεται ύστερα από μια audition για το «Videodrome» ο Max αποφασίζει να σκαλίσει περαιτέρω το ζήτημα φτάνοντας στους δημιουργούς του συγκεκριμένου τηλεοπτικού προγράμματος.
Μόλις τώρα όμως ξεκινά μια επικίνδυνη περιπέτεια για τον Max με ασύλληπτες διαστάσεις καθώς ανακαλύπτει τις αλλόκοτες παρενέργειες του «Videodorme». Το πρόγραμμα προκαλεί όγκο στον εγκέφαλο των τηλεθεατών του και παράλληλα δημιουργεί μια σειρά ισχυρών παραισθήσεων. Σ’ έναν παράξενο κόσμο όπου η πραγματικότητα μπερδεύεται με τη φαντασία ο Max εισέρχεται στα άδυτα του ιδιόρρυθμου προγράμματος με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια του τη ζωή.
Ο πολυπράγμων καλλιτέχνης Andy Warhol χαρακτήρισε το Videodrome ως το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» της δεκαετίας του ’80.
Το «Videodrome» είναι μια πολύ ψαγμένη ταινία τρόμου και φαντασίας. Παρά το βίαιο και sleazy χαρακτήρα της δεν μένει ρηχή αλλά μέσα από τις αναφορές των πρωταγωνιστών της δίνει τα δικά της ηθικοφιλοσοφικά μηνύματα για την ανθρώπινη φύση και κοινωνία. Ο έντονος σουρεαλισμός της καθηλώνει αμέσως τον θεατή ταξιδεύοντάς τον σ’ έναν αλλόκοτο κόσμο ψευδαισθήσεων όπου η δύναμη της τηλεόρασης υπερτονίζεται πειστικά και απειλητικά. Η πλοκή χαρακτηρίζεται από συνεχείς ανατροπές και μια διαβολικά όμορφη πολυπλοκότητα που ευτυχώς δεν κουράζει ούτε παραφουσκώνει το «Videodrome». Μυστήριο και σκοτεινή ατμόσφαιρα συνοδεύουν το φιλμ το οποίο πλαισιώνεται από την υποβλητική, αργόσυρτη ηλεκτρονική μουσική του κορυφαίου συνθέτη Howard Shore (The Lord of the Rings) που κάνει τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο σκοτεινά και μυστηριώδη.
Ο James Woods είναι εξαιρετικός στο ρόλο του παρακμιακού τηλεοπτικού παραγωγού και αναδεικνύεται ως ο αναμφισβήτητος ηγέτης του φιλμ. Άξια προσοχής είναι και η παρουσία της τραγουδίστριας των Blondie, Deborah Harry που με τα μαζοχιστικά και σεξουαλικά βίτσια της δίνει μια πινελιά ανωμαλίας στο «Videodrome», απόλυτα ταιριαστή με το όλο κλίμα. Κλασικά υπάρχει μπόλικο gore όπως συνηθίζεται σε ταινίες του Cronenberg αλλά η μαγεία της ταινίας εντοπίζεται κυρίως στον αριστοτεχνικό τρόπο που συνδυάζει την πραγματικότητα με την παραίσθηση με χρήση σπουδαίων εφέ από τον μάστορα Rick Baker (An American Werewolf In London, Star Wars). Απλά αφήστε τον εαυτό σας να παρασυρθεί στον υπέροχο σουρεαλιστικό κόσμο του «Videodrome» και δεν θα χάσετε.