Πρόκειται για βρετανικό slasher-άκι που πατά πάνω στην παράδοση που δημιούργησε το διήγημα «The Most Dangerous Game» (1924) του Αμερικανού συγγραφέα Richard Connell. Ουσιαστικά το «Wilderness» πραγματεύεται το αρχετυπικό θέμα «άνθρωπος εναντίον ανθρώπου» σ’ ένα παιχνίδι επιβίωσης ύστερα από κυνηγητό μέσα στην άγρια φύση. Μόνο που εδώ το θήραμα δεν είναι κάποιο ανυπεράσπιστο ζώο. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και ο κυνηγός του δεν έχει καμιά διάθεση να δείξει έλεος.
Το στήσιμο θυμίζει αμυδρά το τρελό «Battle Royale» του 2000. Το περιβάλλον του απομονωμένου κατάφυτου νησιού, το οπλοστάσιο του δολοφόνου, οι φιλονικίες των πρωταγωνιστών και το ξέφρενο κυνηγητό είναι μερικές από τις στοιχειώδεις ομοιότητες με την παρανοϊκή ταινία του Kinjy Fukasaku. Κατά τ’ άλλα οι διαφορές στο σενάριο και στους χαρακτήρες προσδίδουν ξεχωριστή ταυτότητα στο «Wilderness» το οποίο σαφώς μπορεί να σταθεί μόνο του ως φιλμική οντότητα κι ας μην προσφέρει τίποτα συνταρακτικό ή καινοτόμο στο horror genre.
Αρχίζοντας με τα αρνητικά, θεωρώ υπερβολικά ερασιτεχνικό και απλοϊκό τον τρόπο με τον οποίο το φιλμ διαμορφώνει το πεδίο σφαγής. Μια ολιγομελής ομάδα απροσάρμοστων νεαρών κρατούμενων μεταφέρεται σ’ ένα νησί «σωφρονισμού» συνοδευόμενη από έναν φύλακα. Ο λόγος είναι η αυτοκτονία ενός συγκρατούμενού τους στο σωφρονιστήριο την οποία ως ένα βαθμό προκάλεσαν ορισμένοι από αυτούς.
Εκεί διαπιστώνουν ότι το νησί δεν είναι έρημο όπως νόμιζαν. Θηλυκές κρατούμενοι με την δική τους φρουρό βρίσκονται στο νησί για παρόμοιους λόγους. Τελειώσαμε; Φυσικά και όχι αφού στο νησί σουλατσάρει κι ένας παρανοϊκός φονιάς που σκορπίζει το θάνατο με τα όπλα του. Στο θανατηφόρο οπλοστάσιό του περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων μια βαλλίστρα, ένα κοφτερό μαχαίρι, επικίνδυνες παγίδες καθώς και 4 άγρια λυκόσκυλα που κουμαντάρονται άριστα από το αφεντικό τους.
Εκτός από το «Wilderness» και το «Battle Royale», κι άλλες ταινίες αναπαρήγαγαν την ιδέα του διηγήματος του Richard Connell. Μερικές απ’ αυτές είναι η ομότιτλη ταινία του 1932, το «A Game of Death» του μεγάλου Robert Wise του 1945, το «Hard Target» (1993) με τον Jean-Claude Van Damme και το πρόσφατο «The Hunger Games» (2012) του Gary Ross.
Όπως είναι αναμενόμενο οι νέοι πέφτουν ένας ένας θύματα του παρανοϊκού και προσπαθούν απεγνωσμένα να δραπετεύσουν από το νησί. Πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες απόδρασης, προκύπτουν κι άλλες από τους ίδιους τους τούς εαυτούς οι οποίοι εμφανίζουν μια δυσκολία στη συνεργασία. Άκρατοι εγωισμοί επίσης δυσχεραίνουν τη θέση τους.
Είναι φανερή η προσπάθεια των συντελεστών να δώσουν λίγο βάθος μέσα από την ποικιλία χαρακτήρων σ’ ένα ρηχό εν γένει έργο και εν μέρει το καταφέρνουν. Πάντως ο κυριότερος λόγος που το «Wilderness» μπορεί να σου μείνει για λίγο καιρό στη μνήμη είναι οι αποτρόπαιες σκηνές φόνων του, κοινώς το πλούσιο gore. Ξέσκισμα από σκυλιά, κοψίματα λαιμών, πετυχημένες βολές με τη βαλλίστρα και φρικαλέα θέα κακομεταχειρισμένων πτωμάτων παρελαύνουν στο αιματηρό μενού της ταινίας χαροποιώντας τους λάτρεις του gore.
Αν τώρα έχετε βαρεθεί τις αιματοχυσίες ή τις θεωρείτε μπανάλ, βολευτείτε με την όμορφη φωτογραφία του νησιού η οποία απαριθμεί ως το δεύτερο θετικό στοιχείο στα μετρημένα ατού του «Wilderness». Όσο για την δικαιολόγηση του φονικού ξεσπάσματος αυτή είναι πολύ αδύναμη και αφελής. Εκεί δυστυχώς η έμπνευση πήγε περίπατο και το φιλμ αποδεικνύεται άνισο και ανολοκλήρωτο. Στον τομέα των ερμηνειών η κατάσταση εμφανίζει επίσης διττή εικόνα, με κάποιους ηθοποιούς να παίρνουν σοβαρά το ρόλο τους και κάποιους άλλους να χωλαίνουν φανερά.