Αφιέρωμα στα ιερά τέρατα της horror σκηνής μέρος V – Christopher Lee

Ο πέμπτος και πιο μικρός ηλικιακά, τεράστιος ηθοποιός της horror σκηνής, ο μόνος εν ζωή μέχρι πρότινος αλλά και ιδιαίτερα ενεργός στον κόσμο των τεχνών, Christopher Lee, απεβίωσε στις 7 Ιουνίου 2015 λόγω καρδιακής και αναπνευστικής ανεπάρκειας σε ηλικία 93 ετών, αφήνοντας ένα τεράστιο έργο πίσω του στον χώρο του κινηματογράφου αλλά και της μουσικής. Ο θάνατος του ανακοινώθηκε από την γυναίκα του δημοσίως  στις 11 Ιουνίου. Ένας ηθοποιός που άφησε το ανεξίτηλο σημάδι του στις ταινίες τρόμου και όχι μόνο, ο πιο γνωστός Δράκουλας από όλους όσους έχουν ενσαρκώσει τον εν λόγω ρόλο. Εμβληματική παρουσία, χαρακτηριστική φωνή, απίστευτο ταλέντο και ήθος. Χαρακτηριστικό και αρχοντικό παρουσιαστικό, άνθρωπος χαμηλών τόνων αλλά πολυτάλαντος με μεγάλη αγάπη προς κάθε μορφή τέχνης. Μιλούσε άψογα Αγγλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και Γαλλικά, καλά Σουηδικά, Ρωσικά και Ελληνικά και μπορούσε να συνεννοηθεί και στα Μανδαρινικά.

Ο Sir Christopher Frank Carandini Lee γεννήθηκε στις 27 Μαϊου 1922 στην Belgravia του Westminster στο Λονδίνο και ήταν ηθοποιός, τραγουδιστής και συγγραφέας. Σε μια καριέρα 70 ετών, ο Lee ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας τον «κακό» και έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό με τον ρόλο του ως Κόμης Δράκουλας σε συνεργασία του με την Hammer Films για μια σειρά ταινιών με τον συγκεκριμένο «κακό». Άλλοι σημαντικοί του ρόλοι ήταν εκείνοι του Francisco Scaramaga στην ταινία του James Bond, «The man with the golden gun (1974)», ως Saruman στην τριλογία του Άρχοντα των Δακτυλιδιών (2001-2003) και στην τριλογία του Χόμπιτ (2012-2014) και ως Count Dooku στις δυο τελευταίες ταινίες Star Wars prequel trilogy (2002-2005) και «Star Wars: The clone wars (2008)». Χρίστηκε ιππότης για τις υπηρεσίες του στον κινηματογράφο και την φιλανθρωπία, τιμήθηκε με το BAFTA Fellowship το 2011 και με το BFI Fellowship το 2013. Ο Lee θεωρούσε πως η καλύτερη εμφάνισή του ήταν εκείνη του Muhammad Ali Jinnah στην ταινία «Jinnah (1998)» και πως η καλύτερη ταινία του ήταν η Αγγλικής παραγωγής «The wicker man (1973)».

Δάνεισε την φωνή του σε πολλές ταινίες κινουμένων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών αλλά και σε animated ρόλους. Τραγούδησε επίσης σε πολλά soundtrack ταινιών. Ήταν ένας πολύ καλός τραγουδιστής, είχε μια βαθιά και δυνατή φωνή και ηχογράφησε πολλά κομμάτια όπερας και μιούζικαλ από το 1996 ως το 1998 και το 2010 μας παρουσίασε τον πρώτο του συμφωνικό metal δίσκο «Charlemagne: By the sword and the cross», αφού είχε ήδη συνεργαστεί με πολλά συγκροτήματα της metal σκηνής από το 2005. Το 2013 κυκλοφορεί το follow-up δίσκο «Charlemagne: The omens of death». Τιμήθηκε με το βραβείο Spirit of Metal το 2010 στην απονομή των Metal Hammer Golden God Awards και του το παρέδωσε ο Tony Iommi. Η πρώτη του επαφή με την heavy metal μουσική έγινε όταν τραγούδησε ένα ντουέτο με τον Fabio Leone, πρώην τραγουδιστή του Ιταλικού συμφωνικού metal συγκροτήματος, Rhapsody of Fire. Συμμετείχε σε 4 από τους δίσκους τους. Άλλη μια συνεργασία του ήταν με τους Manowar για τον δίσκο Battle Hymns MMXI που κυκλοφόρησε το 2010. Tο 2012 κυκλοφορεί ένα EP με Χριστουγεννιάτικα τραγούδια σε ύφος metal, το A Heavy Metal Christmas και το 2013 ακολουθεί το δεύτερο EP του, στο ίδιο ύφος, A Heavy Metal Christmas Too. To 2014 κυκλοφορεί το τρίτο EP του για να γιορτάσει τα 92α γενέθλιά του.

Η πρώτη του επαφή με το σανίδι έγινε όταν η μητέρα του πήρε εκείνον και την αδερφή του, μετά από τον χωρισμό της με τον πατέρα του, στην Ελβετία και τον έγραψε στην Ακαδημία της Miss Fisher στο Territet, όπου και έπαιξε τον πρώτο του ρόλο, εκείνον του Rumpelstiltskin. Επιστρέφοντας στον Λονδίνο η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον Harcourt George St-Croix Rose, ο οποίος ήταν τραπεζίτης και θείος του Ian Fleming. Αργότερα μετακομίζουν στο Fulham και μένουν δίπλα στον ηθοποιό Eric Maturin. Ένα βράδυ, ο Lee γνωρίζει τον Πρίγκιπα Yusupov και τον Grand Duke Dmitri Pavlovits, οι οποίοι ήταν οι δολοφόνοι του Grigori Rasputin, τον οποίο και ενσάρκωσε πολλά χρόνια αργότερα.

Κέρδισε υποτροφίες για τις Κλασσικές Σπουδές και μελέτησε Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά. Πέρα από ένα μικρό ρόλο σε ένα σχολικό έργο, δεν έπαιξε καθόλου κατά την παραμονή του στο Wellington. Ήταν σχετικά καλός τενίστας ξιφομάχος και ικανός παίχτης κρίκετ αλλά καθόλου καλός στα υπόλοιπα αθλήματα. Μισούσε τις παρελάσεις και την εκπαίδευση με όπλα.

Συμμετείχε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως εθελοντής του Φιλανδικού στρατού το 1939. Βέβαια δεν συμμετείχε στην πρώτη γραμμή ούτε ο ίδιος ούτε και άλλοι συμπατριώτες του. Μετά από ένα δεκαπενθήμερο επέστρεψαν στην Αγγλία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1941, ο Lee κατατάχθηκε στην Βασιλική Πολεμική Αεροπορία. Έχοντας εκπαιδευτεί με τους de Havilland Tiger Moths, στην προτελευταία του προπόνηση εμφάνισε τρομερούς πονοκεφάλους και θολή όραση. Διαγνώστηκε με βλάβη στο οπτικό του νεύρο και του είπαν πως δεν θα μπορέσει να ξαναπετάξει. Καταβεβλημένος από αυτά τα νέα και από τον θάνατο ενός συναδέρφου του, ο Lee αποφάσισε να κάνει αίτηση για να συμμετάσχει στην Μυστική Υπηρεσία της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας όπου και έγινε δεκτός.

Επέστρεψε στο Λονδίνο το 1946. Κατά την διάρκεια ενός δείπνου με τον ξαδέρφο του Nicolo Carandini και ενώ o Lee περιέγραφε λεπτομερώς τις περιπέτειες του στον πόλεμο, ο Nicolo του πρότεινε να γίνει ηθοποιός. Ο Nicolo τον έστειλε σε ένα φίλο του δικηγόρο, τον Filippo del Guidice, ο οποίος πρόσφατα είχε στραφεί στον χώρο του παραγωγού ταινιών και ο τελευταίος κοιτώντας τον από πάνω έως κάτω δήλωσε πως ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν η βιομηχανία του κινηματογράφου. Τον έστειλε στον Josef Somlo για να υπογράψει συμβόλαιο, εκείνος όμως δήλωσε πως ήταν πολύ ψηλός για να γίνει ηθοποιός, και τον έστειλε να τον δουν οι David Henley και Olive Dodds οι οποίοι υπέγραψαν μαζί του επταετές συμβόλαιο.

Στην αρχή ο ίδιος και πολλοί συνάδερφοί του δυσκολεύτηκαν να βρουν δουλειά. Τελικά το ντεμπούτο του έγινε στην ταινία «Corridor of mirrors (1947)». Και εκεί ο ρόλος του ήταν απλά και μόνο μια ατάκα. Η «μαθητεία» του στον χώρο κράτησε δέκα χρόνια παίζοντας δευτερεύοντες ρόλους. Παρακάτω ακολουθεί το σχόλιο του Lee για την δήλωση του ότι ήταν πολύ ψηλός για να παίξει σε ταινίες.

«Συμμετείχα σε ταινίες για πολύ καιρό – σχεδόν δέκα χρόνια. Μου είχαν πει πως είμαι πολύ ψηλός για να γίνω ηθοποιός. Ήταν ένα πολύ ηλίθιο σχόλιο. Είναι σαν να λένε σε κάποιον πως είναι πολύ κοντός για να παίξεις πιάνο. Και τότε σκέφτηκα: «Εντάξει. Θα σας δείξω. Στην αρχή δεν ήξερα τίποτα για το πώς να δουλεύω μπροστά από τις κάμερες αλλά έκανα το μοναδικό πράγμα που είναι ό,τι πιο σημαντικό, παρακολουθούσα, άκουγα και μάθαινα. Και έτσι όταν ήρθε η ώρα ήμουν έτοιμος. Όλως παραδόξως, όμως, έπαιξα έναν ρόλο ο οποίος δεν είχε ατάκες (Το Τέρας στην ταινία «The Curse of Frankenstein 1957»).

Η πρώτη ταινία του με την Hammer ήταν το 1957, «The Curse of Frankestein», όπου και έπαιξε δίπλα στον Peter Cushing. Ήταν η πρώτη τους ταινία μαζί, συνεργάστηκαν σε άλλες είκοσι και τους έδενε μεγάλη φιλία. Το 1958 έπαιξε με τον Boris Karloff στην ταινία «Corridors of Blood» αλλά ο ρόλος του ως το τέρας του Frankenstein τον οδήγησε στον ρόλο του Κόμη Δράκουλα το 1958 στην ταινία Dracula.

Ξαναέπαιξε τον ρόλο του Δράκουλα για λογαριασμό της Hammer το 1965, στην ταινία «Dracula: Prince of darkness». Ο ρόλος του δεν είχε καθόλου ατάκες και υπάρχουν δυο εκδοχές που εξηγούν το γιατί. Η μία είναι πως ο Lee είχε αρνηθεί να πει τα λιγοστά εκείνα λόγια που είχαν γραφτεί από τον σεναριογράφο αλλά ο σεναριογράφος υποστήριζε πως ο ρόλος του δεν είχε ποτέ ατάκες. Και κάπως έτσι καθιερώθηκε πως ο συγκεκριμένος ρόλος σε όλες τις υπόλοιπες ταινίες δεν είχε καθόλου ατάκες. Ο Lee είχε δηλώσει πως η Hammer ουσιαστικά τον εκβίαζε να παίζει τον Dracula σε όλες τις συνέχειες θυμίζοντας του πως αν δεν το έκανε πολύς κόσμος θα έμενε χωρίς δουλειά. Παραδέχτηκε δημοσίως πως γύρισε εκείνες τις ταινίες εξαιτίας συναισθηματικού βιασμού. Οι ρόλοι του στις ταινίες «Dracula has risen from the grave (1968)», «Taste the blood of Dracula (1969)» και «Scars of Dracula (1970)» κυμάνθηκαν στον ίδιο μοτίβο, δηλαδή δεν είχε καμία ατάκα. Είχε δηλώσει πως τους παρακαλούσε να πει έστω και μια ατάκα από την νουβέλα του Bram Stoker. Καμία φορά κατάφερνε να ξεστομίσει κάποια. Παρ’ όλο όμως που δεν άρεσε στον Lee η τακτική της Hammer, ο κόσμος λάτρεψε παγκοσμίως αυτές τις ταινίες. Συμμετείχε σε δυο ακόμη ταινίες του Dracula σε παραγωγή της Hammer, οι οποίες όμως εμπορικά δεν είχαν επιτυχία. Ήταν οι «Dracula A.D. (1972)» και «The satanic rites of Dracula (1973)», όπου ήταν και η τελευταία του εμφάνιση στο ρόλο του Dracula.

Άλλες ταινίες που γύρισε με την Hammer ήταν: The mummy (1959), Rasputin, the mad monk (1966) και The hound of the Baskervilles (1959). Το 1962 έπαιξε τον Sherlock Holmes στην ταινία «Sherlock Holmes and the deadly necklace» και το 1970 συμμετείχε ως ο αδερφός του Holmes, Mycroft, στην ταινία «The private life of Sherlock Holmes». Θεωρεί πως η συμμετοχή του σε αυτές τις ταινίες ήταν και ο λόγος που σταμάτησε να θεωρείται ηθοποιός που παίζει ένα συγκεκριμένο είδος ρόλων.

Εκείνος ήταν που έφερε σε επαφή τον συγγραφέα Dennis Wheatley με την Hammer. Η εταιρία γύρισε δυο ταινίες βασισμένες σε δυο από τις νουβέλες του. Η πρώτη είναι «The devil rides out (1967)» η οποία και θεωρείται η κορωνίδα της Hammer και η δεύτερη είναι «To the devil a daughter (1976)» η οποία είχε πολλές δυσκολίες ως προς την παραγωγή της και απορρίφθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα. Αν και εισπρακτικά πήγε καλά, ήταν και το τέλος της συνεργασίας της Hammer με τον Lee.

Συνεργάστηκε και με άλλες εταιρίες παραγωγής ταινιών τρόμου πέρα από την Hammer από το 1957 μέχρι το 1977. Έπαιξε στις συνέχειες της ταινίας Fu Manchu από το 1965 ως το 1969, στο «I, Monster (1971)», στο «The creeping flesh (1972)» και στην αγαπημένη του «The Wicker man (1973)». Εμφανίστηκε και σε Ευρωπαικές παραγωγές παίζοντας σε δυο Γερμανικές ταινίες, στο «Count Dracula» και «The torture chamber of sadism». Άλλες εμφανίσεις του στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο είναι στις ταινίες, «Castle of the living dead» και «Horror Express». Το 1972 ήταν παραγωγός στην ταινία τρόμου «Nothing but the night» η οποία και αποτέλεσε την πρώτη και τελευταία του προσπάθεια ως παραγωγού μιας και δεν του άρεσε καθόλου αυτή η εμπειρία.

Το 1973 έπαιξε στην ταινία «The three musketeers», το 1974 στο «The four musketeers» και το 1989 στο «The return of the musketeers». Το 1974 εμφανίζεται σε ταινία του James Bond, «The man with the golden gun». Συγκεκριμένα για αυτόν το ρόλο δήλωσε πως ήθελε τον παρουσιάσει ως την σκοτεινή πλευρά του Bond. Επίσης ο John Carpenter είχε προσφέρει το ρόλο του Sam Loomis στο Halloween στον Lee και τον Cushing πριν τον δεχτεί ο Pleasance. Αργότερα ο Lee είχε πει στον Pleasance πως μετάνιωνε που δεν είχε δεχτεί τελικά το ρόλο.

Το 1977 μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνοντας πως δεν ήθελε να κατηγοριοποιηθεί σε ρόλους όπως συνέβη με τους Cushing και Price. Η πρώτη του ταινία στην Αμερική ήταν η απόλυτη αποτυχία Airport ’77. Το 1982 εμφανίζεται στο The return of Captain Invincible, το 1985 στο Howling II, το 1991 στο Incident at Victoria Falls και το 1992 στο Sherlock Holmes and the leading lady. Και στις δυο τελευταίες ταινίες ενσάρκωσε τον Sherlock Holmes. Το 1994 έπαιξε στο Police Academy: Mission to Moscow και το 1998 στο Jinnah. Ήταν υποψήφιος για τον ρόλο του Magneto αλλά τον έχασε από τον Sir Ian McKellen.

Έπαιξε επίσης και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Στο Lord of the Rings τον βλέπουμε ως Saruman. Ο ίδιος δήλωσε πως ήταν όνειρο του να παίξει τον Gandalf αλλά λόγω της προχωρημένης του ηλικίας και της περιορισμένης φυσικής του κατάστασης αυτό δεν ήταν εφικτό. Σε αντίθεση ο ρόλος του Saruman δεν ήταν τόσο ενεργητικός. Είχε συναντήσει τον Tolkien και μια φορά τον χρόνο διάβαζε τα βιβλία του. Ο ρόλος του στο Lord of the Rings ανανέωσε την καριέρα του και έτσι έπαιξε σε δυο ταινίες Star Wars, στο Attack of the Clones (2002) και Revenge of the Sith (2005). Ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Tim Burton και συμμετείχε σε πέντε ταινίες του. Έπαιξε τον Burgomaster στο «Sleepy Hollow», στο «Corpse Bride» δάνεισε την φωνή του στον Pastor Galswells και έπαιξε τον Dr. Wilbur Wonka στο «Charlie and the chocolate factory». Το 2007 έπαιξε το πνεύμα των θυμάτων του Sweeney Todd στην ομώνυμη ταινία του Burton όμως η εμφάνιση του αυτή κόπηκε από την ταινιά τελικά. Το 2009 έπαιξε στο Βρετανικό δράμα «Glorious 39».

To 2010 έκανε την τέταρτη συνεργασία του με τον Burton δανείζοντας την φωνή του στον Jabberwocky. Ο ρόλος του δεν ήταν παρά μόνο δυο ατάκες αλλά ο σκηνοθέτης πίστευε πως ήταν ο κατάλληλος για αυτόν το ρόλο. Το 2011, εμφανίζεται στην ταινία της Hammer «The resident», μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στην ταινία του Martin Scorsese, «Hugo». Τον Ιανουάριο του 2011, ανακοινώνει στην ιστοσελίδα του πως θα παίξει τον ρόλο του Saruman στην ταινία «The Hobbit». Λόγω της ηλικίας του ήταν δύσκολο να παρευρεθεί στην Νέα Ζηλανδία και έτσι η παραγωγή τον διευκόλυνε κάνοντας τα γυρίσματα του στο Λονδίνο. Το 2012 κάνει την πέμπτη και τελευταία συνεργασία του με τον Burton στην ταινία Dark Shadows παίζοντας έναν μικρό ρόλο, εκείνον ενός Άγγλου καπετάνιου.

Ό,τι και να ειπωθεί για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη θα είναι λίγο. Τεράστιο ταλέντο, επιβλητική παρουσία και ενεργός σε πολλούς τομείς μέχρι και τον θάνατό του. Τιμής ένεκεν και μόνο δείτε ξανά όλες τις ταινίες του. Σε καθεμία έδωσε και ένα κομμάτι του εαυτού του ερμηνεύοντας τον κάθε ρόλο μοναδικά όπως μόνο εκείνος ήξερε και μπορούσε. Έχω δει σχεδόν όλες του τις ταινίες από τις τρόμου έως και τα δράματα. Είναι απλά συγκλονιστικός σε όλες τους. Απλά μαγικός. Οι τέχνες έχασαν έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο και η horror σκηνή το πέμπτο και τελευταίο ιερό τέρας της. Sir Lee, σας ευχαριστούμε για όλα αυτά τα χρόνια θεάματος και μαθημάτων ηθοποιίας που μας προσφέρατε τόσο χρόνια.

chris lee

➡️ Ακολουθήστε το Horrormovies.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα.

Φόρτωση Σχολίων