Το Insidious franchise είναι ένα από τα πιο διακεκριμένα στο cinema τρόμου την τελευταία δεκαπενταετία, σημαδεύοντας πολλούς νεότερους θεατές που αγάπησαν την horror σκηνή. Αρχικά ξεκίνησε δυναμικά με τις δύο πρώτες ταινίες, φέρνοντας έναν αέρα φρεσκάδας στο ταλαιπωρημένο από επαναλήψεις supernatural πεδίο χωρίς βέβαια να κάνει και «επανάσταση». Όμως η συνέχεια χαρακτηρίστηκε από συνεχόμενη πτώση της ποιότητας με τα συμπαθητικά αλλά όχι τόσο ενδιαφέροντα «Insidious: Chapter 3» και «Insidious: The Last Key». Το τελευταίο μέρος του franchise «Insidious: The Red Door» συνεχίζει την παράδοση της πτωτικής πορείας.
Στο «Insidious: The Red Door» οι γνωστοί πρωταγωνιστές επιστρέφουν για το τελευταίο κεφάλαιο της τρομακτικής ιστορίας της οικογένειας Lambert. Για να απαλλαγούν διαπαντός από τους δαίμονες που τους κατατρέχουν, ο Josh (Patrick Wilson) και ο νεαρός Dalton (Ty Simpkins) πρέπει να καταβυθιστούν ακόμα περισσότερο στο «the Further» (στο Πέρα) και να έρθουν αντιμέτωποι με το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειάς τους, καθώς και με νέους, ακόμα πιο τρομακτικούς δαίμονες που κρύβονται πίσω από την πορφυρή πόρτα…
Μετά από ήδη τέσσερα φιλμ στο franchise, αναρωτιέμαι πόσοι είχαν έντονο ενδιαφέρον για το πέμπτο. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία ο πρωταγωνιστής ηθοποιός Patrick Wilson. Για ντεμπούτο δεν τα πήγε και άσχημα, αλλά το φιλμ συνολικά χωλαίνει. Η φρεσκάδα και τα δημιουργικά στοιχεία των αρχικών ταινιών πάνε περίπατο. Το σενάριο μοιάζει να γράφτηκε στο πόδι, έτσι απλά για να φέρει εις πέρας το πέμπτο μέρος και να «κλείσει» τις εκκρεμότητες της οικογένειας Lambert με τους δαίμονες.
Σε κάθε σκηνή υπάρχει σκόπιμα κάτι με κόκκινο χρώμα.
Τα πρόχειρα κλεισίματα όμως δεν αγαπήθηκαν ποτέ από κανέναν. Έτσι κι εδώ λοιπόν στο «Insidious: The Red Door», το αίσθημα της απογοήτευσης είναι αδύνατο να μην σε περιβάλλει ανά διαστήματα. Συνολικά το φιλμ δεν είναι της πλάκας. Αν το δούμε απομονωμένα έχει κάποια καλά στοιχεία και μερικές πραγματικά τρομακτικές σκηνές που σε σηκώνουν από την πολυθρόνα σου. Οι ερμηνείες επίσης είναι αξιοπρεπείς, ενώ σε ορισμένα σημεία της πλοκής, επικρατούν αισθήματα συγκίνησης, προερχόμενα από πράξεις πατρικής αγάπης και αυτοθυσίας για το καλό της οικογένειας.
Οι καινούριοι χαρακτήρες, όπως η νεαρή συγκάτοικος του Dalton στο Πανεπιστήμιο, δεν έχουν να μας πουν τίποτα και επιτελούν απλώς διακοσμητικό ρόλο. Μάλιστα η υπερβολική ευκολία με την οποία η τύπισσα πείθεται να βοηθήσει τον βασανισμένο συγκάτοικό της είναι ένα από τα πιο σοβαρά φάουλ του σεναρίου. Η διάρκεια της ταινίας ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη και ο ρυθμός νωχελικός. Για λίγο η πλοκή εισήλθε στα *βλακώδη φοιτητικά πάρτι* και τις *ανόητες αδελφότητες*, αλλά ευτυχώς δεν έμεινε πολύ σε αυτά.
Μερικοί καλοφτιαγμένοι δαίμονες, οι φορτισμένες σκηνές από το παρελθόν και τα καλλιτεχνικά στοιχεία των πινάκων ζωγραφικής ενεργούν υπέρ του φιλμ, αλλά δεν μπορούν να το ανεβάσουν πάνω από τα όρια της μετριότητας. Ακόμα και η σύντομη παρουσία της αγαπημένης Lin Shaye με άφησε ασυγκίνητο. Ως η ταινία που θα έδινε οριστικό τέλος στο δράμα της οικογένειας Lambert, όφειλε να είναι πιο πλήρης και πιο «to the point». Δυστυχώς το «Insidious: The Red Door» εμφανίζει έναν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα που θα ξενίσει πολλούς θεατές… ακόμα και αυτούς που αγάπησαν τις δύο πρώτες ταινίες.