Με τον David Fincher (Seven, Fight Club κ.α.) στο πόστο του σκηνοθέτη και με μια περιπετειώδη παραγωγή όπου μπλέχτηκαν πολλά ονόματα, το τρίτο αξιόλογο μέρος του θρυλικού franchise υπό τον πεζό τίτλο «Alien 3» συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το «Aliens» του Cameron.
Για τεχνικούς και ελαφρώς απροσδιόριστους λόγους η άτρακτος από το σκάφος των επιζώντων του δεύτερου μέρους εκτοξεύεται μακριά από το κυρίως διαστημόπλοιο και συντρίβεται σ’ έναν απομονωμένο πλανήτη και συγκεκριμένα κοντά σε μια εγκατάσταση φυλακής που λειτουργεί και ως εργοστάσιο μεταλλεύματος. Μοναδικός επιζών, ποιος άλλος; Η ταλαιπωρημένη σμηναγός Ellen Ripley (Sigourney Weaver) φυσικά, η οποία διασώζεται από τους κρατούμενους που εργάζονται στην περιοχή.
Αφού ξεπερνά το ισχυρό σοκ του θανάτου των συντρόφων της αρχίζει να ανησυχεί μήπως υπήρξε κάποια «μόλυνση» που μπορεί να μεταφέρθηκε εδώ ενώ ταυτόχρονα προσεγγίζει τον φαινομενικά έμπιστο γιατρό της φυλακής. Δυστυχώς για την Ripley αλλά και για τους κρατούμενους το αβγό ενός φονικού alien βρισκόταν στο σκάφος και τώρα κρύβεται στους χώρους του εργοστασίου κάνοντας αυτό που ξέρει πολύ καλά: να σκοτώνει οτιδήποτε ζωντανό κινείται εκεί γύρω. Η Ripley βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με τον εφιάλτη προσπαθώντας να συντονίσει τους κρατούμενους για την αντιμετώπιση του μοχθηρού πλάσματος. Η συνέχεια όμως κρύβει πολλές εκπλήξεις.
Σ’ ένα από τα πολλά σενάρια που είχαν γραφτεί για το «Alien 3» η σμηναγός Ripley βρισκόταν σε κώμα στο μεγαλύτερο μέρος του.
Βλέποντας το «Alien 3» είναι εύκολο να διακρίνουμε μερικές εμφανείς διαφορές από τα προηγούμενα Alien. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα που υπήρχε στο πρώτο και λιγότερο στο δεύτερο μέρος σχεδόν απουσιάζει από το τρίτο ή τουλάχιστον είναι λιγότερο έντονη. Επίσης το «Alien 3» είναι πολύ πιο splatter από τους προκατόχους του. Οι σκηνές φόνων είναι πιο σκληρές με το αίμα να ρέει άφθονο συχνά. Υπάρχουν ακόμη διαφορές σε «λεπτομέρειες» όπως το image της Ripley που εδώ αναγκάστηκε να αποχωριστεί το κατσαρό μαλλί της ρίχνοντας μια γερή ξούρα για λόγους υγιεινής στο νέο περιβάλλον με τους κρατούμενους. Η αλήθεια είναι ότι την προτιμούσαμε με μαλλί αλλά δεν είναι και αξεπέραστο πρόβλημα για την παρακολούθηση.
Γενικά το τρίτο μέρος βρίσκεται σαφώς πιο κάτω σε πολλούς τομείς από τα προηγούμενα Alien. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Fincher, η σκηνοθεσία δεν έχει τη δύναμη και τη φρεσκάδα των προηγούμενων αριστουργημάτων ενώ και το σενάριο φαίνεται να κάνει κοιλιά ανά διαστήματα. Προφανώς ο πλουραλισμός διακεκριμένων κατά τ’ άλλα συμμετεχόντων στη διαμόρφωση του σεναρίου δεν ωφέλησε την ταινία.
Επιπλέον ενοχλεί το γεγονός ότι μερικοί ηθοποιοί που φαινόταν ότι θα διαδραμάτιζαν ουσιαστικότερο ρόλο στην πλοκή, τελικά ξεπαστρεύονται υπερβολικά νωρίς αφήνοντας την Ripley ορφανή από σπουδαίους συμπαίκτες με εξαίρεση τον ηρωικό Dillon (Charles S. Dutton). Βέβαια υπάρχουν κάποιες έντονες συναισθηματικά σκηνές που σε αγγίζουν καθώς και συγκλονιστικές ανατροπές στην εξέλιξη της ιστορίας που κάνουν τα δρώμενα πιο ενδιαφέροντα.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι το «Alien 3» σαφώς δεν είναι κακή ταινία. Τουναντίον πρόκειται για σπουδαία κινηματογραφική δουλειά, ανώτερη από πολλές άνοστες κόπιες του franchise, απλά χρειαζόταν προσεκτικότερη διαχείριση του έμψυχου και άψυχου υλικού για να μπορέσει να φτάσει ποιοτικά στο δυσθεώρητο ύψος των θρυλικών προκατόχων του. Πάντως για sequel και μάλιστα τρίτο μέρος στέκεται αρκετά καλά εν συγκρίσει με πολλά franchise των οποίων η ποιότητα γνώριζε κατακόρυφη πτώση.