Στο ύφος των «Blade» και «Underworld» το «Blood: The Last Vampire» προσφέρει μερικές ευχάριστες σκηνές δράσης αλλά δεν πλησιάζει επ’ ουδενί τις άλλες δύο ταινιάρες. Πρόκειται για μια ευρασιατική συνεργασία (Χονγκ Κονγκ, Γαλλία, Βρετανία) και επανεκτέλεση της επιτυχημένης ομώνυμης ταινίας animation του 2000.
Πρωταγωνίστρια είναι η σχιστομάτα Saya, μισή άνθρωπος, μισή βρικόλακας η οποία έχει θέσει στόχο ζωής να εξοντώσει ένα πανάρχαιο θηλυκό βαμπίρ ονόματι Onigen που ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα της. Μεγαλωμένη από έναν σοφό δάσκαλο και ενταγμένη στους κόλπους μια μυστικής οργάνωσης αποκαλούμενης «Συμβούλιο» η Saya αναλαμβάνει την εξόντωση πολλών «δαιμόνων» που ζουν ανάμεσα στους θνητούς μέχρι να φτάσει στον τελικό εχθρό της, την πανίσχυρη Origen.
Στη διάρκεια της αποστολής της στην Ιαπωνία έρχεται σε επαφή με μια θνητή κοπέλα και κόρη ενός Αμερικανού στρατιωτικού που διοικεί μια βάση στην χώρα. Οι δύο κοπέλες δίνουν από κοινού αγώνα κόντρα στις δυνάμεις του κακού που τις περικλείουν ολοένα και περισσότερο.
Ατού της ταινίας η πρωταγωνίστρια δαιμονοσφαγέας Saya η οποία βγάζει ένα ιδιαίτερα αποφασιστικό και απειλητικό προφίλ. Με άψογο στιλ σαμουράι κατασφάζει τους εχθρούς της άνετα και εντυπωσιακά. Δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για τη θνητή συνεργάτη της που η συμμετοχή της εξυπηρετεί απλώς το γέμισμα του σεναρίου με δόσεις συναισθηματισμού για να μη φαίνεται άδειο το story.
Αρχικά υπήρχε η διάθεση τα γεγονότα του φιλμ να διαδραματιστούν στο έτος 1948 αλλά κατά τη διάρκεια της παραγωγής επιλέχτηκε η δεκαετία του ’70.
Δυστυχώς το τέχνασμα δεν πέτυχε και το σενάριο παραμένει αδύναμο αφήνοντας για απόλαυση μόνο τις σκηνές δράσης. Ακόμα κι αυτές όμως περιορίζονται ως προς το θέαμα από τα καρτουνίστικα εφέ αίματος και τους ανέμπνευστους εμφανισιακά δαίμονες μερικοί εκ των οποίων διαθέτουν και φτερά (σιγά το πράμα).
Εν τέλει το «Blood: The Last Vampire» είναι μια μέτρια action-horror ταινία που μπορεί να προσπεραστεί χωρίς τύψεις. Χίλιες φορές να δει κάποιος τα πρωτοκλασάτα franchise που αναφέρθηκαν στην αρχή της κριτικής παρά αυτή τη μετριότητα.