Μπορεί αυτό το καλογυρισμένο νορβηγικό slasher να μην εκπλήσσει ούτε να προσφέρει κάτι πρωτοποριακό στη σκηνή του τρόμου, αυτό όμως δεν το κάνει να περνά απαρατήρητο. Οι λόγοι είναι κατά βάση δύο: α) το χιονισμένο περιβάλλον της νορβηγικής επαρχίας που φαντάζει ως ο τέλειος οικοδεσπότης μιας σειράς αιματοβαμμένων φόνων β) η ποιότητας της σκηνοθεσίας εν γένει που είναι πολύ ανώτερη και σοβαρότερη από την αντίστοιχη πολλών νεανικών slasher της σειράς.
Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι. Κατ’ αρχήν το «Cold Pray» (Fritt Vilt ο πρωτότυπος νορβηγικός τίτλος) εμφανίζει τα βασικά κλισέ των ταινιών slasher που συναντάμε ήδη από τη δεκαετία του ’80 όπως οι χαζοπαρέες εφήβων που πάνε διακοπές, οι τρομακτικές φάρσες μεταξύ τους, η βλάβη των μέσων επικοινωνίας κλπ. Εντάξει μπορεί να μην είναι και το πιο τυπικό slasher αλλά δεν παύει να διατηρεί την «κλισαρισμένη» εικόνα σε όλη τη διάρκειά του. Αναζητώντας όμως στοιχεία που το διαφοροποιούν, όλο και κάτι βρίσκουμε…
Το παγωμένο ορεινό περιβάλλον με την αδυσώπητη χιονοθύελλα δεν είναι τόσο σύνηθες στην εν λόγω υποκατηγορία (η εξοχή και τα camping έχουν την πρωτιά) και θα λέγαμε ότι εντείνει την αίσθηση απειλής και τρόμου καθιστώντας την δυνατότητα διαφυγής και επιβίωσης των υποψήφιων θυμάτων ακόμη δυσκολότερη. Άλλο πλεονέκτημα εντοπίζεται στις αξιοπρεπείς ερμηνείες που συνήθως στα slasher είναι μια από τις συχνές αδυναμίες. Οι Νορβηγοί ηθοποιοί βάζουν τα γυαλιά σε πολλούς αμερικανούς συναδέλφους τους εδώ. Στα θετικά θα συγκαταλέγαμε και το απρόβλεπτο φινάλε όπου δίνονται οι απαραίτητες εξηγήσεις για τον χαρακτήρα του θηριώδη φονιά.
Η δημιουργία της ταινίας μοιάζει με γολγοθά αν σκεφτεί κανείς ότι γυρίστηκε στα χιονισμένα νορβηγικά όρη Jotunheimen με θερμοκρασία -25 βαθμούς και ότι ο εξοπλισμός μεταφέρθηκε εκεί με ελικόπτερο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα γυρίσματα κράτησαν δύο περίπου χρόνια.
Δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο. Αν σας αρέσουν τα slasher, τότε το «Cold Pray» πρέπει να είναι μια από τις επόμενες επιλογές σας. Μπορεί να μην είναι το πιο αιματοβαμμένο που έχετε δει, όμως περιέχει άλλα καλά στοιχεία που αντισταθμίζουν τις όποιες «ελλείψεις» σε κουβάδες αίματος. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι υπάρχει και το αξιόλογο sequel του 2008 αλλά και ένα μέτριο prequel του 2010.