Μετά το διαχρονικό αριστούργημα του 1968 «Night of The Living Dead», ο «νονός των ζόμπι» George Romero ξαναχτυπά με το δεύτερο μέρος της σειράς των ζόμπι του, κρατώντας τον πήχη σε ψηλά επίπεδα. Ok, μπορεί το «Dawn of the Dead» να υστερεί σε ατμόσφαιρα, σασπένς και αυθεντικότητα σε σχέση με τον προκάτοχό του, χωρίς να σημαίνει ότι δεν αντέχει στον χρόνο, ως ένα αυτοδύναμο κλασικό φιλμ τρόμου με ζόμπι.
Συνεχίζοντας την ιστορία της εξάπλωσης των ζόμπι στον κόσμο, ο Romero μεταφέρει τη δράση σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό κέντρο όπου 4 ήρωες προσπαθούν να επιβιώσουν από τα ζόμπι που έχουν εισβάλλει στο χώρο μέσα και έξω από το κτίριο. Η ομάδα αποτελείται από δύο εργαζόμενους σε τηλεοπτικό σταθμό και 2 ένοπλους άντρες της ομάδας SWAT που αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους το ζήτημα της επιβίωσής τους δραπετεύοντας από τα καθήκοντά τους.
Το μέσο μεταφοράς τους είναι το ελικόπτερο του τηλεοπτικού σταθμού των δύο υπαλλήλων και ερωτικών συντρόφων ταυτόχρονα, Francine και Stephen, που έκλεψαν για το σκοπό αυτό. Η τετράδα καταλήγει στο εμπορικό κέντρο που απ’ ό,τι φαίνεται επιθυμεί να ιδιοποιηθεί μιας και τους προσφέρει δωρεάν και σε αφθονία όλα τα αγαθά του κόσμου. Πέραν όμως του κινδύνου από τα περιφερόμενα ζόμπι, οι πρωταγωνιστές εντοπίζονται από μια συμμορία ένοπλων ταραχοποιών οι οποίοι εισβάλλουν στο εμπορικό κέντρο πονοκεφαλιάζοντας εις διπλούν τους 4 φίλους μας.
Το «Dawn of the Dead» έχει παγκοσμίως αποσπάσει τεράστιο όγκο διθυραμβικών κριτικών και μάλιστα έχει επιλεχθεί και από το περιοδικό Empire ως ένα από τα 500 καλύτερα φιλμ όλων των εποχών. Είναι αλήθεια ότι ακόμα και για τα σημερινά standards παραμένει μια από τις πιο βίαιες και τολμηρές ταινίες με ζόμπι –πόσο μάλλον για την εποχή του. Σίγουρα η στρατολόγηση του μετρ των εφέ Tom Savini (ο οποίος παίζει για λίγο και στο φιλμ) βοήθησε σημαντικά στον τομέα της απεικόνισης γραφικής βίας. Με αμέτρητες σκηνές ανθολογίας το «Dawn of the Dead» διεκδικεί άξια τη δική του θέση στον κατάλογο των «best of» ζομποταινιών αλλά και του ακραίου κινηματογραφικού τρόμου γενικότερα.
Τα δύο πιτσιρίκια ζόμπι που επιτίθενται στον άντρα της ομάδας SWAT είναι τα ανίψια του Tom Savini. Επίσης στην αρχική μορφή του σεναρίου υπήρχε διαφορετικό φινάλε για το «Dawn of the Dead», με πιο τραγική κατάληξη, αλλά τελικά δεν επικράτησε στην τελική διαμόρφωση του φιλμ.
Παράλληλα με το αιματοβαμμένο όργιο, ο Romero δίνει ηθικού και κοινωνικού τύπου προεκτάσεις στην ταινία του, ασκώντας περίτεχνα κριτική μέσα από τους χαρακτήρες κατά του υπέρμετρου καταναλωτισμού και του πλαστικού κόσμου που διαμορφώνει. Είναι συγκλονιστική η διαπίστωση πως την ώρα που η κοινωνία και ο ανθρώπινος πολιτισμός καταρρέουν λόγω της πανδημίας των ζόμπι, οι ήρωες βυθίζονται σε μια ακόρεστη, καταναλωτική μανία, καθρέφτη της ανθρώπινης απληστίας και ματαιοδοξίας. Ακόμα και τα ζόμπι που γυρνούν στο εμπορικό κέντρο «φωτογραφίζουν» εμμέσως την προαναφερθείσα κατάσταση αφού «θυμούνται» πιθανώς τον συγκεκριμένο χώρο από όταν βρίσκονταν εν ζωή.
Επιπλέον, ο αχαλίνωτα σαδιστικός τρόπος αντιμετώπισης των ζόμπι από τους πρωταγωνιστές και ειδικά από τους δύο «κομάντο» της παρέας, αποκαλύπτει το πιο ακραίο προφίλ της ανθρώπινης υπόστασης. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος παύει να υπόκειται στις συνέπειες του νόμου, μπορεί να απελευθερώσει τα αγριότερα ένστικτά του και τις απαγορευμένες, μύχιες σκέψεις του μετουσιώνοντάς τες σε κτηνώδεις συμπεριφορές απέναντι στο «εύκολο» θύμα –εν προκειμένω στα άβουλα, αργοκίνητα ζόμπι (όσο τουλάχιστον διατηρεί τον έλεγχο της κατάστασης). Πρόκειται για την in our face απογύμνωση της ανθρώπινης ηθικής.
Ο Romero εισάγει χιούμορ, κυνισμό και τρέλα στο έργο του με αποκορύφωμα τη σεκάνς εισβολής των μηχανόβιων χουλιγκάνων που επιζητούν τον ολικό σφετερισμό της πλούσιας λείας των «θαμώνων» του καταστήματος. Καλός βέβαια είναι ο ενθουσιασμός, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να επισημαίνονται και τα αρνητικά μιας cult ταινίας τρόμου. Παρότι η διαχρονικότητα της ταινίας είναι δεδομένη (όχι χαριστικά, αλλά επειδή πράγματι το αξίζει) το ακίνδυνο, γκριζωπό και ανοιχτό κυανό μακιγιάζ των ζόμπι δεν μπορεί σήμερα να σοκάρει, προκαλώντας περισσότερο αμηχανία ή γέλιο παρά τρόμο.
Επίσης η παράλογα μεγάλη διάρκεια του «Dawn of the Dead» (περίπου 2 ώρες) κουράζει, ειδικά τους νεότερους ηλικιακά θεατές και μη συνηθισμένους σε μακροσκελείς ταινίες classic horror. Ο Romero δεν κατάφερε να γεμίσει με κινήσεις ουσίας τη μεγάλη αυτή διάρκεια. Κι όπως επισημάνθηκε στο ξεκίνημα του κειμένου, η ατμόσφαιρα είναι δυστυχώς απούσα κι αυτό μας ξενίζει έχοντας απολαύσει την σκοτεινή, απειλητική ατμόσφαιρα απόγνωσης του «Night of the Living Dead». Για τις ερμηνείες που σε μεγάλο βαθμό είναι ξύλινες, δε νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθούμε αφού λίγο πολύ σε αυτά τα επίπεδα κυμαίνονται στις παραπλήσιας λογικής ταινίες του cult horror.
Εν κατακλείδι, το «Dawn of the Dead» περνάει εύκολα το τεστ του χρόνου, αποδεικνύοντας ότι παρά τις όποιες τεχνικές αδυναμίες του (που κάποιοι fans κάνουν ότι δεν βλέπουν) παραμένει αειθαλές, διατηρώντας την αυτοτέλειά του χωρίς σημαντικές απώλειες. Η ιστορική σημασία του και η εκτεταμένη επιρροή του είναι ούτως ή άλλως γεγονός. Οι προσπάθειες πολλών ιταλικών ταινιών να το αντιγράψουν καθώς και το αξιόλογο remake του 2004 το επιβεβαιώνουν περίτρανα.