Το «F» επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά την διπροσωπία της βρετανικής σκηνής τρόμου. Από τη μία μας έχει χαρίσει κορυφαίες ταινίες του είδους όπως π.χ. το «Dog Soldiers» ή το «Eden Lake», από την άλλη αρκετές μέτριες έως πλήρως απογοητευτικές. Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει το «F», το οποίο ευτυχώς που κινείται τουλάχιστον στη μετριότητα και όχι στα τραγικά επίπεδα κάποιων άλλων «ομοεθνών» του.
Θετική προδιάθεση δημιουργείται από τη συμμετοχή του Άγγλου ηθοποιού David Schofield τον οποίο εκτός από διάφορους συμπληρωματικούς ρόλους σε mainstream ταινίες του Hollywood, οι πιο ψαγμένοι horror fans θα τον θυμούνται ως τον «βελάκια» στην ταβέρνα «Slaughtered Lamb» από το θρυλικό «An American Werewolf In London» του 1981. Το ψιλοσοκαριστικό ξεκίνημα του φιλμ με το χτύπημα στη μούρη ενός καθηγητή από έναν μαθητή του που πήρε τον εξευτελιστικό βαθμό F στην αξιολόγησή του, κρατά θερμή την καλή προδιάθεση. Από το σημείο αυτό ξεκινούν οι γνωστές τυπικούρες όπως η προσωρινή διαθεσιμότητα του καθηγητή και η ακόλουθη παρακμή του στην ιδιωτική ζωή, τα προβλήματα του πρωταγωνιστή καθηγητή με την κόρη και μαθήτρια του, οι μαθητικές φάρσες εις βάρος του, το τετριμμένο κολεγιακό περιβάλλον και η «εύκολη» παραμονή μιας ομάδας ατόμων-υποψήφιων θυμάτων εντός του σχολικού κτιρίου μετά το σχόλασμα. Μεταξύ των παραμενόντων είναι και η κόρη του καθηγητή ο οποίος την τιμώρησε με μία ώρα παραμονή στο σχολείο μετά τη λήξη των καθημερινών μαθημάτων.
Η παραγωγή της ταινίας κόστισε περίπου 150.000 αγγλικές λίρες.
Εκείνη τι στιγμή λοιπόν μια σπείρα νεαρών (κατά τα φαινόμενα) κουκουλοφόρων εισβάλλει στο σχολείο και με χρήση διάφορων αιχμηρών κυρίως όπλων σκοτώνουν βίαια το παραμένον προσωπικό, τουτέστιν καθηγητές, επιστάτες, σεκιουριτάδες και όποιον άλλο επιχειρήσει να βρεθεί στο διάβα τους. Ο ταλαιπωρημένος καθηγητής που οι συνεχείς φιλονικίες με την κόρη του τον έχουν καταβάλλει φθείροντας οριακά τη μεταξύ τους σχέση, καλείται να βγάλει από μέσα του τα υπερπροστατευτικά ένστικτα του γονέα και προσπαθεί να σώσει την κόρη του αλλά φυσικά και τον εαυτό του.
Το φιλμ κινείται στα «ασφαλή» αλλά και τυπικά μονοπάτια των slashers. Βλέποντάς το διαπιστώνουμε ότι θα μπορούσε να είχε γυριστεί και στα 80s, τότε που το slasher ιδίωμα ήταν ο κανόνας στις ταινίες τρόμου. Η ηθοποιία θυμίζει εν πολλοίς τα παλιά ομοειδή του slasher – με άλλα λόγια είναι μέτρια. Ο David Schofield φανερά δεν μπορεί να σηκώσει τον ρόλο του πρωταγωνιστή παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του. Η ταινία προσπαθεί να φανεί σοβαρή αλλά το καταφέρνει μόνο εν μέρει. Ατού αποτελούν κάποιες ιδιαίτερα αποτρόπαιες σκηνές όπου τα θύματα έχουν απολέσει μεγάλο μέρος της σάρκας γύρω από το στόμα τους. Κρίμα που οι περισσότεροι φόνοι δεν απεικονίζονται καθαρά κατά την εκτέλεσή τους. Περαιτέρω πρόβλημα αποτελεί ο βραδύς ρυθμός ενώ το ξαφνικό τελείωμα αρκετά νωρίτερα από ότι υπολογίζουμε μειώνει αισθητά την αξία του «F». Ευτυχώς όμως όχι σε σημείο να είναι ανυπόφορο. Η σκοτεινή ταυτότητα των «κακών» μπορεί μάλλον εύκολα να υποτεθεί παρά τις ασάφειες του φιλμ.