Θα έλεγα ότι η ταινία αυτή είναι ενδεικτική του άνισου και αμφιλεγόμενου πρώτου μισού των ταλαιπωρημένων 90s. Μια περίοδο που μπορούσε από τη μία να δώσει ορισμένες θαυμάσιες ταινίες τρόμου (π.χ. Misery, Jacob’s Ladder) αλλά και πολλές «της σειράς» φλερτάροντας παρατεταμένα με τη μετριότητα. To «Full Eclipse» χρησιμοποιεί στοιχεία από τρεις κινηματογραφικές σχολές –δράσης, τρόμου και sci-fi- στα πλαίσια της φιλότιμης προσπάθειάς του να ενθουσιάσει το κοινό. Το ξεκίνημα είναι δυναμικό προσφέροντας έντονες και αιματηρές σκηνές δράσεις σε μια περίπτωση ομηρίας όπου και μας συστήνει τον βασικό πρωταγωνιστή (Mario Van Peebles). Νέες σκηνές δράσεις ακολουθούν καθώς και γνωριμία με το στοιχείο της λυκανθρωπίας το οποίο βασίζεται εν πολλοίς στην χρήση (ή μήπως διαστρέβλωση;) της επιστήμης. Από εκεί και πέρα ο ρυθμός πέφτει, η ταινία κάνει κοιλιά και οι προσδοκίες για κάτι σπουδαίο θρυμματίζονται δια παντός.
Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «The Pack».
Ο ταιριαστός στο ρόλο του κακού Bruce Payne (τον οποίο είχαμε μπουχτίσει να βλέπουμε στο χιλιοπαιγμένο από την ελληνική TV «Επιβάτης 57») αναλαμβάνει τον ρόλο του αρχηγού της αλλόκοτης ομάδας μπάτσων που καταναλώνοντας ένα μυστηριώδες υγρό μεταμορφώνονται σε λυκάνθρωπους και στη συνέχεια εξοντώνουν σπείρες εγκληματιών στο νυχτερινό LA. Ο καλός μπάτσος (Mario Van Peebles) αρχικά ενδίδει στον πειρασμό της λυκανθρωπίας, όμως κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται το βρώμικο παιχνίδι που παίζεται πίσω από την πλάτη του και στρέφεται εναντίον του ηγέτη της αγέλης. Σ’ αυτά προστίθεται λίγος ερωτισμός και ατμοσφαιρική μουσική και απομένει η τελική ετυμηγορία του θεατή. Δυστυχώς για το φιλμ, η εικόνα που διαμορφώνει είναι αυτή της άνισης προσπάθειας. Παρότι η υπόθεση γενικά αρέσει όπως και οι πρωταγωνιστές, το σενάριο χωλαίνει επιδεικνύοντας ουκ ολίγες προχειρότητες, αφέλειες και βιασύνες. Ο εργατικός Anthony Hickox προσπαθεί φιλότιμα να σουλουπώσει την κατάσταση αλλά η περιστασιακά ατμοσφαιρική σκηνοθεσία του αποδεικνύεται «λίγη».
Κάτι ακόμα που μας χαλάει είναι η έλλειψη μιας επιβλητικής μεταμόρφωσης σε λυκάνθρωπο, πράγμα απαράδεκτο για ταινία της εν λόγω συνομοταξίας. Αντ’ αυτού το έργο μας φιλοδωρεί με μια εντελώς ψεύτικη και αστραπιαία μεταμόρφωση, την μοναδική ολοκληρωμένη σε όλη την ταινία καθώς η ομάδα των μπάτσων εμφανίζεται με δειγματοληπτικά χαρακτηριστικά λυκανθρωπισμού, τουτέστιν παραμορφωμένα, πρόσωπα «λυκοειδούς» μορφής (που όμως μοιάζουν και με άσχημα βαμπίρ) και αιχμηρά, μακριά νύχια που θυμίζουν «Wolverine» αλλά σε πολύ κατώτερο επίπεδο από τεχνικής απόψεως. Το αργό tempo σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω προβλήματα αφήνουν εύλογους προβληματισμούς. Κρίμα διότι το «Full Eclipse» θα μπορούσε αν ήταν πιο προσεγμένο να έχει πετύχει πολλά περισσότερα και να συγκαταλέγεται στις κλασικές ή έστω «cult» στιγμές της λυκανθρωπικής φιλμογραφίας. Το κοινό των αγαπημένων μας τριχωτών τεράτων δεν έχει πρόβλημα να αποδώσει τις σχετικές τιμές σε οποιαδήποτε λυκανθρωπική ταινία το αξίζει (βλέπε π.χ. το τρομερό «Dog Soldiers»). Απλά, this is not the case…