Ο άντρας προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της προσωπικής του ζωής και η βαμπιρέλα εκδικείται τους άντρες που επιδεικνύουν ασέβεια προς τις γυναίκες πίνοντάς τους το αίμα όταν τα βράδια βγαίνει παγανιά. Σύντομα οι ζωές των δυο θα συναντηθούν στους απελπισμένους δρόμους της πόλης… Η συγκεκριμένη ταινία είχε τραβήξει τα βλέμματα του πιο «ψαγμένου» horror κοινού απ’ όταν προβλήθηκε στο Sundance Film Festival τον Ιανουάριο του 2014. Η ιδιαίτερη αισθητική της, η διαφορετικότητά της και κάποια πρωτοφανή στοιχεία όπως η χρήση της ιρανικής γλώσσας σε όλη τη διάρκειά της υποδείκνυαν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ ξεχωριστό. Πράγματι το «A Girl Walks Home Alone At Night» είναι μια ξεχωριστή ταινία από πολλές απόψεις που διακρίνεται εύκολα από την υπερπληθώρα συνηθισμένων ταινιών τρόμου της νεότερης εποχής.
Υπεύθυνη για αυτή τη μικρή έκπληξη είναι η Ιρανοαμερικανίδα Ana Lily Amirpour που παραδίδει την πρώτη της ταινία μεγάλης διάρκειας η οποία προέρχεται από ομότιτλη ταινία μικρού μήκους της ίδιας. Ο μακροσκελής τίτλος του φιλμ είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβής αφού αυτό που λέει, αυτό παρακολουθούμε σε ένα μεγάλο μέρος του. Η νεαρή βρικόλακας, ντυμένη με ριγέ λευκή μπλούζα και με τη μπούρκα ως εναλλακτική εκδοχή της κάπας του Δράκουλα, σουλατσάρει τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, άλλοτε τρομοκρατώντας και άλλοτε ρουφώντας το αίμα ανυποψίαστων ανδρών που επιδεικνύουν ασεβή συμπεριφορά στο γυναικείο φύλο.
Από την άλλη, το φιλμ μάς συστήνει και τον έτερο πρωταγωνιστή, τον Arash, έναν ευπαρουσίαστο αλλά ψιλοάστατο νέο που καλείται να αντιμετωπίσει τα χρέη του τοξικομανή πατέρα του. Οι ζωές των δύο πρωταγωνιστών διασταυρώνονται οδηγώντας στην ανάπτυξη ενός ασαφούς, επιφανειακού και παράξενου ρομάντσου.
Τα γυρίσματα έγιναν όχι στο…Ιράν φυσικά – κάτι αδιανόητο για το στιλ και τα θέματα της ταινίας – αλλά στη μικρή αμερικάνικη πόλη Taft της Καλιφόρνια.
Προσπαθώντας να δώσουμε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της ταινίας «A Girl Walks Home Alone At Night», πρέπει να αναφερθούμε στην ιδιαίτερη σκηνοθεσία της Amirpour που καθορίζει αποφασιστικά την ταυτότητα του δημιουργήματός της. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα παρατεταμένα πλάνα στους δρόμους της πόλης που μοιάζουν με αθάνατα έργα τέχνης, το παιχνίδι με τις σκιές και η συνολική εικαστική αρτιότητα προδίδουν την arthouse κατεύθυνση που σκόπιμα ακολουθείται. Τα καλλιτεχνικά στοιχεία της ταινίας συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πυκνής ατμόσφαιρας απελπισίας και σκότους που ισχυροποιείται από το προσωπικό δράμα των χαρακτήρων.
Οι βασικοί χαρακτήρες είναι όλοι τους αξιόλογοι αν και δεν μιλούν πολύ. Εκεί που θεωρώ ότι υστερεί η ταινία είναι στο σενάριο αφού ενώ προσπαθεί να το αναπτύξει και να μη μείνει μόνο στο καλλιτεχνικό σκέλος, εντούτοις δεν καταφέρνει να δώσει μια σφιχτή ροή γεγονότων που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει κάποια μνημειώδης κορύφωση στην πλοκή και νομίζω ότι και η κατάληξή της δεν προσφέρει τίποτα σπουδαίο.
Θετικά πάντως αποτιμώνται τα ποικίλα μουσικά θέματα της ταινίας. Άλλοτε σε ταξιδεύει στα 80s με ανεβαστικά ντισκο-ποπ κομμάτια, άλλοτε στα 90s με γκαζωμένα psychedelic trance δείγματα και άλλοτε βυθίζεσαι στη μελαγχολική άγρια δύση των Sergio Leone/Ennio Morricone μέσω ανάλογων ατμοσφαιρικών θεμάτων. Άλλωστε και η ίδια η ταινία συστήνεται ως «το πρώτο βαμπιρικό γουέστερν από το Ιράν». Σιγά μη διαφωνήσουμε…