Ήταν από τις ταινίες τρόμου που ένα μεγάλο μέρος του horror κοινού περίμενε με μεγάλη αγωνία. Σίγουρα ένα prequel που θα επικεντρωνόταν στα νεανικά χρόνια του διαχρονικού evil χαρακτήρα του «σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι» που αποκαλούμε Leatherface από μια εκ των επιδραστικότερων ταινιών τρόμου όλων των εποχών, αναπόφευκτα τροφοδοτούσε την έντονη αδημονία μας. Αλλά ταυτόχρονα και κάποιες επιφυλάξεις για το περιεχόμενο καθώς μιλάμε για την απόπειρα σύνδεσης με μια κλασική ταινία τρόμου με τεράστιο ειδικό βάρος.
Το «Leatherface» κάνει σχετικά καλό ξεκίνημα παρουσιάζοντας την παιδική εικόνα του μελλοντικού μανιακού ανεβάζοντας τους δείκτες αίματος και σοκ από νωρίς στα ύψη. Στη συνέχεια μεταφέρει την ιστορία στο ψυχιατρικό ίδρυμα όπου είναι κλεισμένος ο έφηβος πλέον Leatherface και απ’ όπου δραπετεύει σύντομα μαζί με μια παρέα έγκλειστων και μια νοσοκόμα που κρατείται όμηρος αλλά δείχνει μια ιδιαίτερη κατανόηση για ορισμένα μέλη της παρέας των τρελών.
Τον αιματηρό ξεσηκωμό στο ίδρυμα διαδέχεται ένα ακόμα πιο αιματηρό μέρος στα κοντινά επαρχιακά μέρη όπου η παρέα των φρενοβλαβών σαρώνει τους πάντες αλλά αναπτύσσει και εσωτερικές έριδες που οδηγούν σε «φιλικές» αιματοχυσίες. Παράλληλα ο τσαμπουκαλεμένος και γεμάτος δίψα για εκδίκηση σερίφης καταδιώκει τους φυγάδες με πολύ άγριες διαθέσεις που ξεπερνούν τα όρια του νόμου. Πού θα οδηγήσει άραγε η αιματοβαμμένη αυτή περιπέτεια;
Το σπίτι της παρανοϊκής οικογένειας Sawyer που είδαμε στο αρχικό φιλμ του 1974 ξανακτίστηκε για τις ανάγκες του prequel.
Μα στη διαμόρφωση του ανελέητου κτήνους που αγαπήσαμε όλοι από τις ταινίες (ειδικά από την πρώτη) του «Σχιζοφρενή Δολοφόνου με το Πριόνι». Τώρα το αν γίνεται πετυχημένα αυτή η διαμόρφωση είναι διαφορετικό θέμα που όμως μας αφορά εφόσον πρέπει να αξιολογήσουμε την φιλόδοξη αυτή ταινία.
Δυστυχώς το «Leatherface» είναι μια προβληματική απόπειρα που δεν έχει να μας πει και πολλά. Ενώ τα καταφέρνει στον τομέα της αιματηρής δράσης και της ασταμάτητης λεπτομερούς βίας υστερεί σημαντικά σε άλλους σημαντικούς τομείς. Τέτοιοι είναι το ρηχό σενάριο, οι κολοβοί χαρακτήρες και η απουσία αυθεντικά νοσηρής ατμόσφαιρας κάτι που χαρακτήριζε την αξεπέραστη αρχική ταινία του Tobe Hooper (RIP).
Πέρα από τη μητέρα της παρανοϊκής οικογένειας δεν μπορούμε να συμπαθήσουμε κανέναν άλλο χαρακτήρα με μερικούς να γίνονται υπερβολικά ενοχλητικοί όπως ο εκδικητικός σερίφης που όσο «badass» κι αν προσπαθεί να φανεί, παραμένει ανάλαφρος σε όλη την ταινία. Το λουτρό αίματος γίνεται για τα μάτια του κόσμου και δεν εξυπηρετεί την ουσία. Με άλλα λόγια φτάνουμε στην τελική διάπλαση του Leatherface χωρίς να λάβουμε ένα γεμάτο και συναρπαστικό background.
Παρότι λοιπόν το «Leatherface» δεν είναι κακή ταινία τρόμου αν τη δει κανείς από ανεξάρτητη σκοπιά, η ένταξή της στο πλαίσιο της μυθολογίας του The Texas Chain Saw Massacre επιφέρει συναισθήματα αμηχανίας και απογοήτευσης. Πώς να το κάνουμε; Είναι σοβαρή ευθύνη τα prequel διαμαντιών του horror κινηματογράφου. Πρέπει να αγγίζουν αισθητά το feeling των αρχικών ταινιών κάτι που εδώ δεν συμβαίνει.