Είναι από τις ταινίες-πρωτοπόρους που καθόρισαν το ιδίωμα του slasher. Το αμερικανοκαναδέζικο «My Bloody Valentine» παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε με τη λογοκρισία και που είχαν ως αποτέλεσμα να μην είναι σαφής για πολλά χρόνια η γνήσια πλήρης μορφή του, κατάφερε να καθιερωθεί στα 80s ως ένας από τους σημαντικούς πρωτεργάτες του slasher κινήματος, παγιώνοντας μοτίβα και κλισέ που επρόκειτο να ανακυκλωθούν πολλάκις στο μέλλον από αναρίθμητες παρεμφερείς ταινίες. Και δεν εννοούμε φυσικά το κάκιστο remake του 2009 που δεν συνιστούμε σε καμία περίπτωση. Άλλη μια αξιοσημείωτη παρατήρηση πριν περάσουμε στα της ταινίας, είναι ο εφετζίδικος τίτλος της ο οποίος ακολούθησε τελικά τη μόδα των εορταστικών ημερών όπως είχε διαμορφωθεί από τα «Black Christmas» και «Halloween». Οπωσδήποτε προτιμούμε τον τίτλο που επικράτησε παρά τον ξενέρωτο «The Secret» που ήταν ο αρχικός, παρά το φανερό μαρκετίστικο κόλπο που παίχτηκε εδώ.
Ας δούμε τώρα την ταινία λεπτομερέστερα. Τα γεγονότα διαδραματίζονται σε μια μικρή καναδέζικη πόλη που ετοιμάζεται να γιορτάσει την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Η επανεμφάνιση όμως ενός μανιακού δολοφόνου που είχε μείνει «αδρανής» για 20 χρόνια, αναγκάζει τις αρχές να ακυρώσουν το πάρτι για λόγους ασφαλείας. Έλα όμως που μια παρέα νέων δεν πτοείται από την αναβολή και διοργανώνει το πάρτι στο τοπικό ορυχείο. Όπως αναμενόταν ο αιμοσταγής φονιάς επισκέπτεται το πάρτι και εξαπολύει την θανατηφόρα επίθεσή του. Ποιος όμως κρύβεται πίσω από το αιματοκύλισμα και ποιο το πραγματικό κίνητρο που τον ωθεί στα φονικά;
Η κληρονομιά του «My Bloody Valentine» μόνο αμελητέα δεν είναι. Εκτός από το remake του 2009 και το μεγάλο κύκλο πιστών οπαδών του, η ιρλανδική alternative ροκ μπάντα My Bloody Valentine έχει πάρει το όνομά της από αυτό το φιλμ. Επίσης είναι το αγαπημένο slasher του Quentin Tarantino.
Το μεγάλου ατού του «My Bloody Valentine» είναι ο δολοφόνος. Με την σκοτεινή εργατική στολή του ορυχείου και τον καταστρεπτικό κασμά του, αναδεικνύεται σε πρωταρχική απειλή που μοιάζει ασταμάτητη. Παρότι ο κασμάς είναι το κύριο όπλο του, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και άλλα φονικά εργαλεία, όπως πιστόλι καρφιών για παράδειγμα ενώ άλλοτε χρησιμοποιεί την φυσική δύναμή του για να κρεμάσει τα θύματά του σε αιχμηρά εξογκώματα! Αυτά τα στοιχεία οπωσδήποτε καθιστούν το «My Bloody Valentine» απολαυστικό για τους φίλους του slasher και του gore. Πόσο ευχάριστο είναι όμως για το ευρύτερο κοινό ως ταινία τρόμου; Πόσο ευρύτερη είναι η αποδοχή του σήμερα από ένα διαφορετικό κοινό; Δυστυχώς κάπου εδώ φαίνεται να χάνει λίγους πόντους το φιλμ του George Mihalka.
Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στις μέτριες ερμηνείες πολλών ηθοποιών -κάτι αναμενόμενο για νεανικό slasher της εποχής- καθώς και στα διογκωμένα χρονικά «νεκρά» διαστήματα όπου οι νέοι αναλώνονται σε αδιάφορες συνομιλίες και χαχανίσματα. Παρότι υπάρχουν πολλές αγωνιώδεις σκηνές, η αδυναμία ταύτισης με τους άνοστους χαρακτήρες, περιορίζει το άγχος του θεατή σε μερικές απ’ αυτές, αλλά ευτυχώς όχι σε βαθμό καταστρεπτικό για το έργο. Για παράδειγμα οι σκηνές σύγκρουσης του φονιά με ένα ζευγάρι πάνω στα κινούμενα καρότσια του ορυχείου, βλέπονται με μεγάλο ενδιαφέρον και μας συγκρατούν στη θέση μας για να δούμε την κατάληξή της. Το κλίμα μυστηρίου που δημιουργεί η κρυφή ταυτότητα του φονιά αποτελεί ένα πρόσθετο πλεονέκτημα που ανεβάζει την αξία του φιλμ. Η προσπάθεια του έργου να εξηγήσει την προέλευση του φονιά με την παραδοσιακή για slasher αναδρομή σε κάποιο δυσάρεστο, δραματικό γεγονός του παρελθόντος της πόλης, δύσκολα ικανοποιεί σήμερα, ωστόσο, για τα δεδομένα της εποχής, ήταν μάλλον ευπρόσδεκτη αναγκαιότητα.
Ποια η τελική μου κρίση για το «My Bloody Valentine» λοιπόν; Σίγουρα βρίσκουμε αρκετές αδυναμίες και για το σημερινό κοινό πιθανότατα θα φανεί παρωχημένη δουλειά. Ωστόσο, κρίνοντας συνολικά το πακέτο, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω την σπουδαιότητά του «My Bloody Valentine» για την ιστορία της σκηνής του τρόμου και ειδικά για αυτήν του slasher. Ταινίες παρόμοιας ιστορικής σημασίας οπωσδήποτε εμφανίζουν ένα «μαξιλαράκι» σωτηρίας που συγκρατεί αποτελεσματικά την όποια πτώση τους από τις υψηλές βαθμολογικές κλίμακες. Με άλλα λόγια τα καλά στοιχεία του φιλμ υπερισχύουν -έστω και «στα σημεία»- των κακών, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ μιας θετικής προσέγγισης. Η φρεσκάδα του όμως έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.