Ο Nicolas Winding Refn (Only God Forgives, Drive, Valhala Rising) είναι γνωστός για την ψυχεδέλεια και την οπτική πανδαισία των ταινιών του καθώς και για το δύσκολο, σουρεαλιστικό ύφος που υιοθετούν αρκετές από αυτές. Η νέα του κινηματογραφική δουλειά με τον τίτλο «The Neon Demon» ακολουθεί παρόμοια μονοπάτια κινούμενη αυτή τη φορά στην κατηγορία του τρόμου. Ενημερωτικά, κάποια στοιχεία της υπόθεσης αλλά και του ύφους της ταινίας μου θύμισαν ελαφρώς το σουρεαλιστικό φιλμ τρόμου «Starry Eyes» του 2014.
Το «The Neon Demon» εξερευνά τον ανταγωνιστικό κόσμο του modeling και μαζί μ’ αυτόν όλα τα σχετικά ανθρώπινα συναισθήματα που μπορούν να αναδυθούν όπως η ζήλεια, η κακία, ο θαυμασμός, η εμμονή με την ομορφιά, ο ναρκισσισμός κλπ. Κινούμενο στις παραπάνω έννοιες το φιλμ καταφέρνει εν μέρει να περάσει τα μηνύματά του ενώ ταυτόχρονα φροντίζει να «υπνωτίζει» συχνά τον θεατή μέσω σουρεαλιστικών σεκάνς, πλούσιων σε χρώματα και μουσικότητα. Η καλλιτεχνικότητα όμως, παρότι καθιστά την ταινία «ξεχωριστή» δεν επαρκεί για να την κάνει και αρεστή στο σύνολό της.
Τα δύο μεγάλα μειονεκτήματα του «The Neon Demon» εντοπίζονται στο ρυθμό και στο σενάριο. Ουσιαστικά μιλάμε εδώ για δύο έννοιες αλληλοεξαρτώμενες αφού η πληθώρα αδιάφορων και κουραστικών σκηνών μοιραία συρρικνώνει το ενδιαφέρον μας για την ταινία Σίγουρα ο Nicolas Winding Refn έπρεπε να μπολιάσει το έργο του με πιο πολλές ενδιαφέρουσες και ευρηματικές ιδέες μειώνοντας παράλληλα τη διάρκεια του ώστε να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή συνεχόμενα. Αν για παράδειγμα η ταινία περιείχε περισσότερες δυναμικές σκηνές όπως αυτές του τελευταίου εκρηκτικού εικοσάλεπτου θα ήταν οπωσδήποτε πολύ ποιο ενδιαφέρουσα.
Αρχικά τον ρόλο της Jesse επρόκειτο να πάρει η Carey Mulligan (Drive, Inside Llewyn Davis). Τελικά αντικαταστάθηκε από την Elle Fanning.
Κάτι άλλο που ενοχλεί είναι η προσπάθεια του σκηνοθέτη να δώσει στη δουλειά του αέρα καινοτομίας και ειλικρινούς πειραματισμού που όμως αποτυγχάνει καθώς η υπερβολική επιτήδευση με την οποία παρουσιάζεται το κυρίως θέμα στερεί από το φιλμ την αίσθηση της αυθεντικότητας. Μου άρεσε η προκλητικότητα ορισμένων σκηνών αλλά με ξενέρωσε η υπερβολή κάποιων άλλων. Συνοπτικά λοιπόν, το τελευταίο πόνημα του Refn ικανοποιεί μόνο μερικώς ενώ μάλλον θα απογοητεύσει αυτούς που περίμεναν έναν νέο θρίαμβο του πειραματικού τρόμου.