Η μόδα των prequel έχει καταστεί αναγκαία πλέον σε πολλές ταινίες, όχι μόνο τρόμου. Έτσι και η horror σκηνή δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από αυτή την τάση με αποτέλεσμα διάφορα, ποικίλης ποιότητας prequel να ξεφυτρώνουν στον κορμό της κύριας ταινίας για να εξηγήσουν βασικά θέματα προέλευσης των στοιχείων της. Το μέτριο «Reeker» βρήκε σύντομα το δικό του prequel από τον ίδιο σκηνοθέτη/σεναριογράφο. Ένα prequel απόλυτα πιστό στο ύφος του πρώτου φιλμ σε όλα τα επίπεδα και αναμενόμενα και στην μετριότητα.
Στο «No Man’s Land: The Rise of the Reeker» πληροφορούμαστε την προέλευση του φονικού πλάσματος που ευθυνόταν για την γραφική αιματοχυσία στο αρχικό «Reeker». Ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος που σκότωνε τα θύματά του με χειρουργικές μεθόδους διατηρώντας κομμάτια τους στην απομονωμένη καλύβα του στην έρημο Death Valley της Καλιφόρνια. Το έργο του δολοφόνου απέκτησε ημερομηνία λήξης όταν ένας γενναίος σερίφης κατάφερε να τον συλλάβει και στη συνέχεια ο μανιακός καταδικάστηκε σε θάνατο από τις αρμόδιες αρχές.
Το φονικό πνεύμα του ξαναχτυπά μετά από πολλά χρόνια και στο στόχαστρό του βρίσκονται οι πελάτες ενός φαστφουντάδικου αποτελούμενοι από μια ευρεία γκάμα ανθρώπων: αστυνομικοί της περιοχής, μια σερβιτόρα, μια γιατρός, ένας ντόπιος ινδιάνος, τρεις ληστές ενός καζίνο…οπωσδήποτε πλούσιο μενού για τις δολοφονικές μανίες του Reeker που παραμένει άθλιος ως υπερφυσικός εκτελεστής κυρίως από άποψη image.
Το φιλμ κυκλοφορεί και απλά ως Reeker 2 στη Μεγάλη Βρετανία. Τα γυρίσματα έγιναν στην Καλιφόρνια.
Στα πλεονεκτήματα του prequel ανήκουν η εμπνευσμένη εξήγηση της προέλευσης του κακού, οι πλουσιότεροι χαρακτήρες και ο ελαφρώς κωμικότερος τόνος των ερμηνειών για μια ταινία που δεν μπορούμε να πάρουμε και πολύ στα σοβαρά. Βέβαια κάπου αυτή η ευχάριστη κωμωδία καταντά τραγέλαφος όπως στις γελοίες σκηνές που οι πρωταγωνιστές κουτουλάνε σ’ ένα αόρατο τείχος που τους εμποδίζει την μετακίνηση παραπέρα.
Τέτοιες σκηνές «τυρίλας» θα ήταν καλύτερο να είχαν αποφευχθεί. Διατηρείται επίσης η άφθονη αιματοχυσία που απολαύσαμε και στο «Reeker» του 2005. Μειονέκτημα όμως αποτελεί η προβλεψιμότητα του έργου αφού ο κύριος άξονας μυστηρίου δεν τροποποιείται σε σχέση με το πρώτο φιλμ και αντιλαμβανόμαστε τι παίζει από πολύ νωρίς. Συνέπεια τούτου είναι κάποια βαρεμάρα μέχρι το τέλος και η απόλαυση μόνο των βίαιων σκηνών που απομένουν.