Από τους δημιουργούς του αμφιλεγόμενου remake «The Hills Have Eyes» (2006) έρχεται αυτό εδώ το μοντέρνο slasherάκι με τον λιτό τίτλο και την πεζή υπόθεση. Στο P2 η νεαρή και εμφανίσιμη businesswoman Angela αναγκάστηκε να παραμείνει στην εργασία της μέχρι αργά το βράδυ λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Δυστυχώς για την Angela η νύχτα εξελίσσεται σε εφιάλτη. Αρχικά το αμάξι της δεν παίρνει μπρος. Στη συνέχεια διαπιστώνει ότι έχει εγκλωβιστεί στο κτίριο της εταιρείας της όπου όλες οι πόρτες είναι μυστηριωδώς κλειδωμένες. Το κύριο πρόβλημα της όμως είναι ότι έχει να αντιμετωπίσει τον μανιακό σεκιουριτά του κτιρίου που της επιτίθεται στο υπόγειο parking με δολοφονικές διαθέσεις.
Τετριμμένες καταστάσεις θα λέγαμε. Τα κλισέ ταινιών τρόμου/slasher είναι παρόντα στο φιλμ όπως το κινητό που δεν έχει σήμα ή το αυτοκίνητο που δεν ξεκινά λόγω «βλάβης» κ.α. Η σκηνοθεσία δεν διαθέτει φρεσκάδα, η αφήγηση είναι αρκετά πεζή ενώ ο κατά τ’ άλλα αξιόλογος Wes Bentley (American Beauty, The Hunger Games) δεν πείθει ως κακός, δίνοντας μια μάλλον ξύλινη ερμηνεία, στερούμενη ρεαλισμού και ειλικρίνειας. Αντιθέτως η συμπαθητική πρωταγωνίστρια Rachel Nichols (Star Trek, Conan the Barbarian) αποδίδει αξιοπρεπώς τον ρόλο της ως η κλασική μεσοαστή εργαζόμενη που καταρρέει ψυχολογικά όταν η ασφάλεια του προβλέψιμου κόσμου της θρυμματίζεται εντελώς απροσδόκητα εν μια νυκτί.
Για το Rottweiler που ελέγχει ο μανιακός σεκιουριτάς χρησιμοποιήθηκαν τρία διαφορετικά σκυλιά.
Βέβαια δεν είναι όλα τόσο αρνητικά και το «P2» παρότι κοινότοπο ως φιλμ, μπορεί να παρακολουθηθεί ευχάριστα κι ας μην προσφέρει τίποτα σπουδαίο ή ανανεωτικό. Το gore είναι πλούσιο και ειδικά μια σκηνή δυναμικού φιλοδωρήματος με «γκλοπιές» που καταλήγει σε πραγματική σύνθλιψη ενός άτυχου θύματος στον τοίχο του γκαράζ, θέλει γερό στομάχι για να παρακολουθηθεί ολόκληρη. Μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα είναι επίσης παρούσα με τη δράση να εκτυλίσσεται κυρίως στις 4 βαθμίδες του σκοτεινού υπόγειου parking και λιγότερο σε άλλους χώρους του κτιρίου, αν και το επίπεδο 2 (εξού και ο τίτλος της ταινίας) κατέχει τη μερίδα του λέοντος. Προσωπικά θα ήθελα και η παρουσία των μπάτσων να εξελιχθεί περισσότερο δυναμικά μιας και υπήρχαν οι προϋποθέσεις και η διάθεση αλλά οι δημιουργοί θέλησαν να συγκρατηθούν σ’ αυτό το σημείο, πιθανώς για κάνουν την ταινία τους πιο φιλική στο ευρύ κοινό.
Υπάρχει αγωνία, ένταση, διαρκές κρυφτοκυνηγητό, αλλά τίποτα που να μην έχουμε ξαναδεί. Το «P2» ανήκει απ’ ό,τι φαίνεται σε εκείνη την κατηγορία ταινιών τρόμου που μπορούν να καταστούν απλά διασκεδαστικές για μια προβολή το σαββατόβραδο με παρέα, φαγητό και αναψυκτικά. Σύντομα ξεχνιέται όμως, ως άλλη μια καλή μεν, αλλά υπερβολικά τυπική ταινία τρόμου.