Musical και τρόμος; Γιατί όχι; Δεν συναντάμε συχνά το συγκεκριμένο πάντρεμα αλλά έχοντας στο νου την ανάγκη για φρεσκάδα που έχει το cinema τρόμου, τότε εγχειρήματα σαν το καναδέζικο «Stage Fright» δεν μπορούν παρά να είναι ευπρόσδεκτα. Επίσης η εμπειρία με αξιολογότατες ταινίες musical horror κατεύθυνσης όπως το κλασικό «Little Shop of Horrors» (1986) μας ενθαρρύνει να επιζητούμε τέτοιους εκκεντρικούς κινηματογραφικούς συνδυασμούς.
Το «Stage Fright» επικεντρώνεται στη νεαρή Camilla η οποία εργάζεται στη μουσική κατασκήνωση του ανθρώπου που την μεγάλωσε μετά τη βίαιη δολοφονία της μητέρας της στο καμαρίνι ενός μουσικού θεάτρου πριν 10 χρόνια. Η Camilla μαθαίνει κάποια στιγμή ότι στην κατασκήνωση πρόκειται να ανέβει το «Φάντασμα της Όπερας» σε μουσική παράσταση και προσπαθεί παντί τρόπω να κερδίσει την θέση της πρωταγωνίστριας μέσω της αναμενόμενης οντισιόν. Την ίδια στιγμή ένας μασκοφόρος μανιακός που μισεί τη θεατρική μουσική αρχίζει να δολοφονεί βίαια διάφορα μέλη της μουσικής κατασκήνωσης θέτοντας και την ηρωίδα μας σε σοβαρό κίνδυνο. Ποιος και με ποια κίνητρα κρύβεται πίσω από το προσωπείο του αιμοσταγούς φονιά;
Η εικόνα του «Stage Fright» μου θύμισε κάπως το «Opera» του Dario Argento. Από τη μία η μουσικότητα του από την άλλη τα αιματηρά φονικά, μαρτυρούν μια πιθανή επιρροή από την κλασική ταινία τρόμου του Ιταλού μετρ των giallo προσαρμοσμένη στη μοντέρνα αισθητική του σύγχρονου cinema τρόμου. Ο εναρκτήριος ζουμερός φόνος της μητέρας της πρωταγωνίστριας μας προειδοποιεί για την επικινδυνότητα του «Stage Fright» η οποία επιβεβαιώνεται με μια σειρά πολύ βίαιων και απεικονισμένων με λεπτομέρεια φόνων που θα ακολουθήσουν. Ενδιάμεσα υπάρχουν και τα μουσικά μέρη που παγιώνουν ένα πρωτότυπο κλίμα ευθυμίας αλλά και ειρωνείας που δείχνει να δένει καλά με την αιματηρή εικόνα του φιλμ.
Τα γυρίσματα του «Stage Fright» έγιναν στο Οντάριο του Καναδά.
Με άλλα λόγια η ικανοποιητική μείξη μουσικών και slasher στοιχείων είναι η συνταγή της επιτυχίας του «Stage Fright» που σε συνδυασμό με τον whodunit χαρακτήρα του, καθιστούν την παρακολούθηση ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική. Ωστόσο, η ταινία αδυνατεί να εντυπωσιάσει καθώς η ελλιπής ανάπτυξη πολλών χαρακτήρων και η γενικότερη ανεπάρκεια των πρωταγωνιστών συγκρατούν την πολυπόθητη απογείωση. Τόσο η πρωταγωνίστρια Allie MacDonald (House at the End of the Street) όσο και ο Meat Loaf στο ρόλο του «προστάτη» της δεν φαίνονται να βρίσκονται στον καλύτερό τους εαυτό και δεν εισέρχονται ποτέ ουσιαστικά στο κλίμα της ταινίας. Κάποιες προχειρότητες στην αισθητά αργοκίνητη πλοκή μαζί με τα κλισέ των slasher που ενίοτε συναντάμε, στιγματίζουν αρνητικά το «Stage Fright» αλλά ευτυχώς όχι καταστροφικά.
Το ανατρεπτικό φινάλε προσθέτει μερικούς πόντους ακόμη στην ταινία και κάπου εδώ φτάνουμε στην τελική ετυμηγορία μας. Το πείραμα που επιχείρησαν οι συντελεστές του «Stage Fright» κρίνεται γενικά πετυχημένο. Στην πάσχουσα από έλλειψη έμπνευσης horror σκηνή, δουλειές όπως η παρούσα είναι σίγουρα εκτιμητέες. Απαιτείται όμως περισσότερη προσοχή στην επεξεργασία εκείνων των ειδικότερων λεπτομερειών που κάνουν μια ταινία τρόμου να μεταπηδά από το επίπεδο της «ενδιαφέρουσας» ή της «απλά καλής» σε αυτό της «εντυπωσιακής». Στο «Stage Fright» αυτές οι σημαντικές λεπτομέρειες δεν διαχειρίστηκαν με τη δέουσα προσοχή με αποτέλεσμα τη μοιραία παραμονή του στο πρώτο επίπεδο.