Να μια ταινία τρόμου που καταπιάνεται με το θέμα των κέρινων ομοιωμάτων αλλά διαφέρει πολύ από όσες έχουμε δει. Μπορεί να είναι χαμηλού προϋπολογισμού, μπορεί να καταντά γελοία και ερασιτεχνική αρκετά συχνά, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια ενός ανοιχτόμυαλου θεατή που επιδεικνύει μια κλίση στις B movies. Σκηνοθετημένη από τον Anthony Hickox και με καθόλου αδιάφορο cast, το «Waxwork» μας ταξιδεύει στους μαγικούς κόσμους των βαμπίρ, του κόμη Δράκουλα, των λυκανθρώπων, της μούμιας, του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, των ζόμπι και ποικίλων «τερατωδών» μορφών της ιστορίας και του φολκλόρ.
Σημείο αναφοράς του φιλμ «Waxwork» είναι ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων το οποίο λειτουργεί ένας αλλόκοτος ψηλός κύριος με δύο ακόμη πιο αλλόκοτους μπάτλερ. Μια μέρα ο εν λόγω κύριος καλεί δυο περαστικές φοιτήτριες να φέρουν τους φίλους τους τα μεσάνυχτα για μια σπέσιαλ ξενάγηση στα εκθέματα του μουσείου. Δεν πρέπει όμως να είναι παραπάνω από 6 άτομα. Η παρέα των νέων επισκέπτεται τελικά το μουσείο τα μεσάνυχτα και τους υποδέχεται ένας κοντοπίθαρος μπάτλερ. Ενώ αρχίζουν να θαυμάζουν τα άκρως ρεαλιστικά ομοιώματα, κάποιοι από την παρέα εξαφανίζονται. Όσοι λοιπόν εξαφανίζονται, μεταφέρονται στους κόσμους και στα περιστατικά που αναπαριστούν τα διάφορα ομοιώματα, ερχόμενοι αντιμέτωποι με ανατριχιαστικές μορφές όπως λυκάνθρωπους, βρικόλακες, ζόμπι, μούμιες και πολλά άλλα. Αν όμως πεθάνουν κατά το ταξίδι, πεθαίνουν και στον πραγματικό κόσμο έχοντας πάρει μια θέση στο μουσείο ως…εκθέματα! Τι συμβαίνει; Ποιος είναι ο σκοτεινός ρόλος του μουσείου και ο σκοπός του ιδιοκτήτη;
Πολύ παράξενη ιστορία πράγματι. Ξεκινώντας από τα χειρότερα, θα έλεγα πώς πολύ εύκολα φαίνεται η κακή υποκριτική μερικών ηθοποιών. Τα εφέ είναι ελαττωματικά έως αστεία και τα περισσότερα τέρατα δείχνουν ψεύτικα. Επίσης η πλοκή δείχνει σε κάποια σημεία να χάνει τη συνοχή της αναζητώντας εύκολες λύσεις για να τελειώσει αυτό το φιλμ. Από την άλλη δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα τα καλά στοιχεία που δεν και είναι λίγα ξεκινώντας από την ατμόσφαιρα. Πράγματι η ταινία παρά την προχειρότητά της διαθέτει μια παράξενα σκοτεινή ατμόσφαιρα στο χώρο του μουσείου και σ’ αυτό συμβάλλουν οι έξυπνες και καλοσχεδιασμένες μορφές των ομοιωμάτων που το προσεκτικό μάτι παρατηρεί ότι καμιά φορά κουνιούνται κιόλας (χεχε). Η ιστορία έχει μπόλικες νότες φανταστικού και συχνά συμπληρώνεται από κωμικά ξεσπάσματα που δένουν καλά με το σύνολο απαλλάσσοντας την ταινία από μια ισοπεδωτικά αρνητική κριτική.
Το σενάριο της ταινίας γράφτηκε σε μόλις 3 ημέρες!
Το απίστευτο χάος που επικρατεί προς το φινάλε επισφραγίζει τον κωμικό της χαρακτήρα. Αν λάβουμε υπόψη μας δηλαδή ότι παρακολουθούμε μια κωμωδία τρόμου τότε το θάψιμο που της ρίχνουμε είναι λιγότερο. Η γενικότερη ιδέα πάντως είναι ενδιαφέρουσα. Και ποιος λάτρης ταινιών τρόμου δεν θα ήθελε να συνδυαστούν παραδοσιακές και υπερκλασικές φιγούρες του σινεμά τρόμου σε ένα μόνο φιλμ; Μπορεί το «Waxwork» να μην τα πήγε πολύ καλά στην χρησιμοποίηση των κλασικών κακών και στο εκτελεστικό μέρος γενικότερα, αλλά τουλάχιστον μας διασκέδασε προσθέτοντας απροσδόκητα πολύ gore. Όντως το gore λειτουργεί υπέρ του φιλμ ως ευχάριστη έκπληξη. Βλέπουμε κεφάλια να ποδοπατούνται και να λιώνουν, κεφάλια να ανοίγουν στα δύο, βρικόλακες να παλουκώνονται σε ποτιστήρια(!), αποκεφαλισμούς και πολλές ακόμα βίαιες σκηνές (αν και σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται ψεύτικο και το gore).
Αν δείτε το «Waxwork» με χαβαλεδιάρικη διάθεση, προετοιμασμένοι για ξεφάντωμα, παρέα με τα απαραίτητα συνοδευτικά (πίτσες, μπίρες, αναψυκτικά κλπ) πιθανότατα θα το διασκεδάσετε. Αν πάλι δεν αντέχετε με τίποτα τις ασόβαρες ταινίες τρόμου καλύτερα να ψάξετε για κάτι άλλο.