Σίγουρα δεν το λες τυπικό φιλμ τρόμου. Το «After.Life» προσπαθεί να καινοτομήσει σε μια εποχή που πολλές ταινίες τρόμου αναπαράγουν τις ίδιες ιδέες, τα ίδια κόλπα και μοτίβα δημιουργίας τρομακτικού κλίματος με αποτέλεσμα να χάνονται μέσα στις αχρείαστες επαναλήψεις. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οποιαδήποτε καινοτομία χρήζει επικρότησης και διθυραμβικής υποδοχής εφόσον δεν έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο μιας καλής ταινίας. Αυτό το παράδοξο φαινόμενο εκτυλίσσεται δυστυχώς στην περίπτωση του «After.Life». Ενώ η κεντρική ιδέα έχει πρωτοτυπία, η εκτέλεση χωλαίνει φανερά, παρά το δυνατό cast που περιστοιχίζει την ταινία.
Όταν μια νεαρή δασκάλα πεθαίνει σε τροχαίο δυστύχημα μετά από τσακωμό με τον φίλο της, ξυπνάει έντρομη στο νεκροτομείο ενός εργολάβου κηδειών και προσπαθεί σοκαρισμένη να καταλάβει τι της έχει συμβεί. Είναι ζωντανή, νεκρή ή εγκλωβισμένη στον στοιχειωμένο κόσμο μεταξύ ζωντανών και νεκρών; Όλα είναι τόσο παράξενα και ειδικά η επικοινωνία της με τον κυνικό νεκροθάφτη που περιποιείται το σώμα της ώστε να το έχει έτοιμο για την επερχόμενη κηδεία της.
Εκτός από τις αμφιβολίες της ανήμπορης δασκάλας, ο θάνατός της αρχίζει να αμφισβητείται και από τον περίλυπο αγαπημένο της ο οποίος μετά από κάποιες ενδείξεις προσπαθεί να την σώσει από το (κυριολεκτικό) θάψιμο αποδεικνύοντας ότι είναι ζωντανή κι ότι ο νεκροθάφτης την έχει κάνει να φαίνεται νεκρή μέσω ειδικών φαρμάκων.
Το «After.Life» γυρίστηκε μέσα σε 25 μέρες. Αρχικά ο ρόλος του νεκροθάφτη είχε δοθεί στον Alfred Molina (Spider-Man 2, Chocolat) και της «νεκρής» δασκάλας στην Kate Bosworth (Blue Crush, Superman Returns).
Όλα αυτά ακούγονται κάπως δυσάρεστα. Όντως το θέμα του «After.Life» είναι μακάβριο και στενάχωρο για τον κοινό θνητό που θα το παρακολουθήσει. Κάποιοι μπορεί να ενοχληθούν και με τον κυνισμό του νεκροθάφτη, ειδικά με τον ωμό τρόπο που απευθύνεται στα πτώματα του νεκροτομείου του. Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη όλες αυτές τις δευτερεύουσας σημασίας ανησυχίες και ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας αυστηρά στα τεχνικά στοιχεία της ταινίας.
Δυστυχώς δεν έχουμε και πολλά να θαυμάσουμε εδώ. Το επίπεδο των ερμηνειών είναι απρόσμενα χαμηλό. Η τσαχπίνα Christina Ricci (Cursed, Sleepy Hollow κ.α.) που υποδύεται την άτυχη δασκάλα μοιάζει εντελώς ανίκανη να σηκώσει τον βαρύ ρόλο του «φαντάσματος». Ο έμπειρος Liam Neeson δείχνει βαριεστημένος και ο ανερχόμενος Justin Long (Jeepers Creepers, Drag Me To Hell κ.α.) βολοδέρνει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Το σενάριο υποκύπτει σε άλματα λογικής, αχρείαστες ευκολίες και διάφορες επιπολαιότητες, φανερώνοντας μια έντονη έλλειψη έμπνευσης και δημιουργικής φαντασίας. Η σκηνοθεσία δεν επιδεικνύει το απαραίτητο νεύρο ή τη διάθεση να στηρίξει ένα δύσκολο θεματικά φιλμ, αφήνοντάς το στο έλεος της κατάπτωσης. Ο εκνευριστικά αργόσυρτος ρυθμός έρχεται ως το τελειωτικό χτύπημα στον ταλαιπωρημένο θεατή. Κρίμα διότι με το ίδιο θέμα μπορούσε να φτιαχτεί μια πολύ καλύτερη ταινία τρόμου.