Πολλές φορές με πιάνει το παράπονο μαζί με την οργή μου όταν διαπιστώνω πως στα ράφια των video clubs απουσιάζουν πολλές παλιές κλασικές ή έστω cult ταινίες τρόμου παλιότερων δεκαετιών την ώρα που είναι γεμάτα με άφθονα σκουπιδοταινιάκια των 00s έτσι για να φαίνονται «σύγχρονα» τα μαγαζιά ρε παιδί μου. Σ’ αυτή την ανεπιθύμητη κατηγορία ανήκει το τρισάθλιο «Bog Creatures» που προσπαθεί εξαρχής να μας εντυπωσιάσει με τον κακόγουστα τρομακτικό (δήθεν) τίτλο. Ίσως να τρομάζει παιδάκια του δημοτικού αλλά το συνονθύλευμα ερασιτεχνισμού, οκνηρίας και γελοιότητας που παρακολούθησα, sorry αλλά μόνο ταινία τρόμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, για να μην πω καν ταινία.
Η υπόθεση ασχολείται με μια ομάδα νεαρών φοιτητών που λαμβάνουν από τον ψυχάκια καθηγητή τους την αποστολή να ξεθάψουν τα πτώματα κάποιων Βίκινγκς από έναν βάλτο κοντά σ’ ένα μεσαιωνικό κάστρο όπου είχαν θαφτεί. Οι φοιτητές το πραγματοποιούν αλλά για κακή τους τύχη ξυπνούν ένα ανείπωτο (και καλά) κακό, αφού ορισμένα από τα πτώματα έχουν μεταμορφωθεί σε αιμοβόρα ανθρωποειδή πλάσματα που ανασταίνονται και επιτίθενται στους φοιτητές. Βέβαια δεν είναι όλα τα πλάσματα του βάλτου κακόβουλα, αλλά κάποια είχαν πέσει θύματα ενός μακάβριου παρελθοντικού γεγονότος στην περιοχή. Λυπάμαι αλλά όσο κι αν προσπαθεί να δώσει νόημα στο σενάριο αυτός ο απατεωνίστικος διαχωρισμός μεταξύ των τεράτων δεν πείθει ούτε και τον πιο ανεκτικό θεατή για την ευρηματικότητά του.
Το «Bog Creatures» είναι η 19η σκηνοθετική προσπάθεια του J. Christian Ingvordsen. Μπράβο κουράγιο. Αναρωτιέμαι αν αντιλαμβάνεται τι σαβούρες έχει σκηνοθετήσει. Εκτός αν δεν βλέπει καν τις ταινίες που γυρίζει ο ίδιος. Λέτε;
Δυστυχώς τα τέρατα (με μπόλικα κιλά γρασίδι στο κουστούμι τους) δείχνουν απίστευτα γελοία τόσο στην εμφάνιση όσο και στη συμπεριφορά. Εξίσου γελοίες είναι και οι αρχικές εικόνες με τους Βίκινγκς να πετσοκόβουν κάτι γυναίκες, ένα όργιο ανοησίας που οπτικά θυμίζει live role-playing με πρόχειρα φτιαγμένα κουστούμια και ψεύτικες σκηνές «μάχης» παρά επαρκή σκηνοθετική δουλειά για τα standards του κινηματογράφου. Οι χαρακτήρες είναι όλοι αδιάφοροι έως καταγέλαστοι και κλισαρισμένοι όσο δεν πάει. Ανυπόφορος είναι ο εκνευριστικά αργός ρυθμός και δεν θα εκπλαγώ αν κάποιος (άτυχος) θεατής αυτού του εκτρώματος απασχολείται με κάτι άλλο την ώρα που η ταινία προβάλλεται στην οθόνη του.
Αποκορύφωμα όμως αποτελεί η σκηνή ορισμός της γελοιότητας όπου ένας εκ των φοιτητών καταπίνει το βρακί (!) μιας κοπέλας από την ομάδα προσποιούμενος ότι τρώει σοκολάτα για να μην εκτεθεί απέναντί της όταν αυτή τον βρίσκει αναπάντεχα στη σκηνή της. Αναρωτιέμαι τι σκεφτόταν ο εμπνευστής αυτής της σαχλαμαροσκηνής για τις αντιδράσεις του κοινού που θα δει την ταινία. Δεν καταλάβαινε ότι γελοιοποιούταν; Ή μήπως μας θεωρούσε τόσο σάχλες που θα το ευχαριστιόμασταν; Ουστ σαχλέμποροι!