Βρισκόμαστε στα πρώιμα 70s και η μηχανή του ιταλικού giallo έχει μπει στη νέα δεκαετία με χίλια, προσφέροντας τη μια καλή ταινία μετά την άλλη. Μέσα σε όλο αυτό το ποιοτικό κύμα σκάει και το συναρπαστικό «The Case of the Scorpion’s Tail» (Ιταλικός τίτλος: La coda dello scorpione) του ταλαντούχου Sergio Martino βάζοντας το δικό του λιθαράκι στο ιδίωμα.
Το φιλμ αφηγείται μια περίεργη υπόθεση στην οποία ο τραγικός θάνατος ενός εκατομμυριούχου σε αεροπορικό δυστύχημα καθιστά τη σύζυγό του δικαιούχο των χρημάτων της ασφάλειάς του. Η ίδια δεν δείχνει τόσο θλιμμένη για το συμβάν ούτε φαίνεται φυσιολογική η έκρηξη του αεροπλάνου στο οποίο επέβαινε ο σύζυγός της.
Η «άτυχη» χήρα μεταβαίνει στην Αθήνα (ω ναι!) καθώς μόνο από το εκεί παράρτημα της ασφαλιστικής εταιρείας του άντρα της μπορεί να εισπράξει το χρηματικό ποσό κάτι που πραγματοποιεί και μάλιστα σε cash, προς έκπληξη όλων των εμπλεκομένων.
Εκτός από την Αθήνα η ταινία είναι γυρισμένη στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο και στη Ρώμη.
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα περίεργα της υπόθεσης. Ένας μυστηριώδης άντρας που την παρακολουθούσε και ζητούσε μερίδιο δολοφονείται πριν τη μετάβασή της στην Αθήνα. Η ίδια απειλείται στην Αθήνα από μια ερωμένη του νεκρού άντρα της και τον δικηγόρο της, ένας μασκοφόρος δολοφόνος την στοχοποιεί ενώ στο πικάντικο σκηνικό μπλέκονται οι επιθεωρητές της αστυνομίας, ο συνοδός της δικαιούχου στην Αθήνα που την προστατεύει από τους διώκτες της και μια δαιμόνια δημοσιογράφος που αναπτύσσει ερωτική σχέση με τον συνοδό.
Το giallo του Martino είναι ιδιαίτερο διότι το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών πλάνων του έχει γυριστεί στην Αθήνα. Πανοραμικά πλάνα της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού καθώς και πολλών ακόμα σημείων της πρωτεύουσας μας (π.χ. η Πανεπιστημίου, τα παραλιακά νότια προάστια, ταβέρνες με παραδοσιακούς χορευτές) κεντρίζουν αμέσως το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού αλλά έχει εκτιμηθεί και από ξένους θεατές αφού δίνει μια γραφική αθηναϊκή-τουριστική νότα στο φιλμ.
Πέρα όμως από τα αθηναϊκά τοπία υπάρχει και η μυστηριώδης πλοκή που με συνεχείς ανατροπές μπερδεύει γοητευτικά το μυαλό μας. Ο φονιάς μπορεί να είναι οποιοσδήποτε αλλά η λαβυρινθώδης δομή της πλοκής δεν σου αφήνει εύκολα περιθώριο να μαντέψεις με σιγουριά τον πραγματικό ένοχο.
Ίσως κάποιοι βρουν την πλοκή υπερβολικά τραβηγμένη και αναληθοφανή. Αλλά ακόμα κι αν το δεχτούμε αυτό, το έργο παραμένει ενδιαφέρον και εθιστικό. Το gore είναι ικανοποιητικό ποσοτικά για τα standards της εποχής. Σημειώνεται επίσης και η υιοθέτηση της χιτσκοκικής τεχνικής της αλλαγής πρωταγωνιστή από ένα καίριο χρονικό σημείο που ενεργεί υπέρ της ταινίας.
Από τους συμμετέχοντες ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον Luigi Pistilli, γνωστό για τη συμμετοχή του σε spaghetti westerns και σε άλλα giallo. Παρά το βλοσυρό και ταυτόχρονα γκαφατζίδικο ύφος του, είναι απολαυστικός στο ρόλο του επιθεωρητή «Stavros». Από εκεί και πέρα γνωστοί αστέρες της giallo σκηνής συμπληρώνουν ιδανικά το cast αυτού του αξιομνημόνευτου φιλμ.