Ιστορική ταινία η συγκεκριμένη αφού πρόκειται για την προτελευταία δημιουργία του άρχοντα του σασπένς. Κατά πολλούς το «Frenzy» αποτελεί και την τελευταία πραγματικά σπουδαία ταινία του Alfred Hitchcock, μια άποψη που με βρίσκει σύμφωνο. Ο Alfie επιστρέφοντας το 1972 στην γενέτειρά του μετά από δύο αμφιλεγόμενα κατασκοπευτικά φιλμ στις ΗΠΑ, επικεντρώνεται σ’ αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα απ’ όλους: να γυρίζει δυναμικά θρίλερ αγωνίας με το δικό του περίτεχνο στιλ, κόβοντας την ανάσα του κοινού του.Στο «Frenzy», το οποίο αποτελεί μεταφορά της νουβέλας «Goodbye Piccadilly, Farewell Leicester Square» (1966) του Arthur La Bern, μεταφερόμαστε στο σύγχρονο Λονδίνο όπου ένα ξέσπασμα βίαιων φόνων έχει συγκλονίσει τη μεγαλούπολη. Όλα τα θύματα είναι γυναίκες, βιασμένες και στραγγαλισμένες με γραβάτα. Μετά τη γνωριμία μας με τον θεματικό άξονα ο Hitch επικεντρώνεται στην απεικόνιση της μη φυσιολογικής ζωής δύο αντρών και φίλων. Ο ένας πρώην αεροπόρος και σήμερα παρακμασμένος μέθυσος που δεν μπορεί να στεριώσει σε καμιά δουλειά, κι ο άλλος έμπορος ειδών μαναβικής, με πιο σταθερή ζωή αλλά και παρανοϊκά βίτσια στην ερωτική του ζωή. Πολύ νωρίς στην ταινία οι δύο άντρες μπλέκονται στην υπόθεση των «φόνων της γραβάτας» μετά τον στραγγαλισμό της πρώην συζύγου του πρώτου. Ο μέθυσος σύζυγός της είναι ο βασικός ύποπτος και η αστυνομία εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό για να τον συλλάβει ενώ ο ίδιος προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους που τον βοηθούν για την αθωότητά του. Οι στραγγαλισμοί όμως συνεχίζονται και παρότι πολλά στοιχεία ενοχοποιούν τον άστατο άνδρα, γίνεται φανερό ότι οι αρχές κυνηγούν λάθος άτομο.
Η πρώτη επιλογή του Hitchcock για τον δολοφόνο ήταν ο πολύς Michael Caine. Ο Άγγλος ηθοποιός όμως αρνήθηκε να αναλάβει τον ρόλο θεωρώντας τον αηδιαστικό…
Παρότι η ταυτότητα του δολοφόνου αποκαλύπτεται σκόπιμα πολύ νωρίς στο φιλμ, το «Frenzy» δεν αποτινάσσει το ενδιαφέρον και την αγωνία του πουθενά, αφού ο Alfie έχει κατορθώσει να τα συντηρεί αριστοτεχνικά σε όλη τη διάρκεια. Οι σκηνές του κρυφτοκυνηγητού του κύριου υπόπτου, οι σκηνές του δολοφονικό έργου του πραγματικού μανιακού μαζί με την προσπάθεια εξαφάνισης των ενοχοποιητικών στοιχείων από τον ίδιο, καθώς επίσης και οι πινελιές χιούμορ μέσα από τις προσωπικές στιγμές του πρωταγωνιστή ντετέκτιβ με την υπερφιλόδοξη μαγείρισσα σύζυγό του, μας κρατούν «θερμούς» μέχρι το τέλος μαρτυρώντας για άλλη μια φορά το σκηνοθετικό μεγαλείο του δημιουργού τους. Ερμηνευτικά ξεχωρίζει ο φονιάς του οποίου το image ξεχειλίζει παράνοια και το μάτι του γυαλίζει στην κυριολεξία, στέλνοντας ρίγη στους θεατές.Γενικά τα περισσότερα στοιχεία που λατρέψαμε από το οπλοστάσιο του μεγάλου Βρετανού σκηνοθέτη απαντούν και στο «Frenzy», μαζί με λίγες πιο θαρραλέες εκπλήξεις που εμφανίζονται για πρώτη φορά, όπως τα γυμνά πλάνα. Εκεί που χάνει λίγους πόντους είναι στις τελικές σκηνές οι οποίες αφήνουν να διαφανεί μια βιασύνη και μια επιπολαιότητα στο σενάριο, κάνοντας το φινάλε του «Frenzy» να δείχνει ημιτελές και κατώτερο των υψηλά διαμορφωμένων μέχρι τότε προσδοκιών. Το «Frenzy» μπορεί να μην φτάνει ποιοτικά τα αριστουργήματα του παρελθόντος του Hitchcock όπως τα «Vertigo», «Psycho» και «Rear Window», όμως πόσο συχνά συναντάμε κινηματογραφιστές με τόσο εκτεταμένη χρονικά περίοδο ποιοτικής δημιουργίας όπως συμβαίνει με την καριέρα του Alfie; Είναι κατόρθωμα που ακόμα και στη δύση της καριέρας του ο κορυφαίος Βρετανός σκηνοθέτης καταφέρνει να μας κερδίζει με χαρακτηριστική ευκολία. Εμείς απλά τον ευχαριστούμε και υποκλινόμαστε στο μεγαλείο του…