Η λέξη απογοήτευση είναι συνώνυμη με αυτό εδώ το υπερβολικά άγευστο, κακοφτιαγμένο και στεγνό από ατμόσφαιρα φιλμ του Dario Argento. Εντάξει, αν το «Giallo» είχε δημιουργηθεί από κάποιον τυχαίο θα το καταλαβαίναμε, αλλά όταν πίσω από την κάμερα (και εν μέρει από το σενάριο) βρίσκεται ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της horror σκηνής, η πίκρα δεν μπορεί παρά να είναι βασανιστικά έντονη.
Το φιλμ επικεντρώνεται στο τυπικό δίδυμο πρωταγωνιστών που συναντάμε στα giallo του Argento. Ένας ντετέκτιβ συνεργάζεται με μια γυναίκα της οποίας η αδερφή έχει πέσει θύμα απαγωγής για να εντοπίσουν τον μανιακό που την απήγαγε. Ο τύπος είναι serial killer που απαγάγει όμορφες αλλοδαπές γυναίκες με το παράνομο ταξί του στους δρόμους του Τορίνο και τις αιχμαλωτίζει στο «εργαστήριο»-λημέρι του. Εκεί τις βασανίζει φρικτά, ύστερα τις σκοτώνει και τέλος φωτογραφίζει το ειδεχθές έργο του προς ικανοποίηση του ακραίου βίτσιου του.
Η υπόθεση είναι τυπικότατη οπότε στο μόνο που ελπίζαμε ήταν σε μια καλοσκηνοθετημένη και καλογραμμένη ταινία που θα καθίστατο έστω συμπαθητική (διότι από τον Argento δεν είχαμε υψηλές προσδοκίες εκείνη την εποχή). Κι όμως ούτε σ’ αυτά δεν μπορεί να ικανοποιήσει το «Giallo» όντας μια ανούσια, πρόχειρη και ελαττωματική παραγωγή από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχήν δεν είναι αυτό που υπονοεί ότι είναι. Παρά το γεγονός ότι «κινηματογραφικά» τοποθετείται στη μακρά λίστα των ταινιών giallo, η γνωστή ταυτότητα του δολοφόνου στερεί από το φιλμ ένα βασικό χαρακτηριστικό των giallo – αυτό του μυστηρίου σχετικά με την ταυτότητα του φονιά που αφορά πάντα έναν εκ των ηθοποιών που μας έχει δείξει η ταινία νωρίτερα. Πάμε παρακάτω.
Το φιλμ έχει μείνει στην ιστορία με μελανά γράμματα εξαιτίας της μήνυσης που έκανε ο Brody στους παραγωγούς διότι…δεν τον πλήρωσαν!
Μην ξεγελιέστε από τα ηχηρά ονόματα των Adrien Brody και Emmanuelle Seigner που συνθέτουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ο αγαπημένος μας «Πιανίστας» είναι πιο κρύος και από παγόβουνο ενώ η συμπαθητική Γαλλίδα ηθοποιός όσο και να χτυπιέται δήθεν για την απαγωγή της αδερφής της, δεν πείθει ούτε πρωτάρηδες θεατές. Τόσο αδιάφορες είναι οι ερμηνείες τους. Ο δε φονιάς θυμίζει παρακμιακό χουλιγκάνο από ελληνική cult ταινία του ’80 και προκαλεί γέλωτα με τις σπασμωδικές αντιδράσεις του, το βαρετό μουρμουρητό του και το εμετί χρώμα της μουτσούνας του – που παραπέμπει στη σημασία της λέξης giallo (κίτρινο στα ιταλικά). Αποτυχία εις τριπλούν λοιπόν από το πρωταγωνιστικό cast. Η απογοήτευση δυστυχώς μεγεθύνεται με τις αστειότητες του σεναρίου.
Η προσκόλληση της γυναίκας στον ντετέκτιβ και η ευκολία με την οποία αυτός την κουβαλάει στην έρευνά του αποτελεί σεναριακό ατόπημα πρώτου μεγέθους και πρέπει να διδάσκεται στις κινηματογραφικές σχολές ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Μόνο το gore και μερικές shocking σκηνές δίνουν λίγους πόντους στο «Giallo». Δυστυχώς δεν υπάρχουν καθόλου έστω μερικά ψήγματα ατμόσφαιρας και γενικά ούτε ένα ευδιάκριτο καλλιτεχνικό/ατμοσφαιρικό στοιχείο με τα οποία συνήθιζε να ντύνει τις ταινίες του ο Argento στο ένδοξο παρελθόν του. Το «Giallo» είναι το ηχηρό καμπανάκι που έπρεπε να ακούσει ο Ιταλός και να την κάνει με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Δυστυχώς όμως δεν το άκουσε και αποφάσισε να συνεχίσει αναζητώντας τη μάταιη εξιλέωση με Δράκουλες στους μαγικούς κόσμους του 3D, προκαλώντας περαιτέρω απογοήτευση στους οπαδούς του. Κρίμα…