Μετά την επιτυχία του cult classic «Dawn of the Dead» (1978), πολλές ταινίες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το δίψα του κοινού για ζόμπι αντλώντας έμπνευση και στοιχεία από το φιλμ του George Romero. Τα αποτελέσματα ήταν όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις ανάμεικτα αφού όντως εμφανίστηκαν ορισμένα αξιόλογα και πολύ καλά zombie films αλλά υπήρξαν και αρκετές μέτριες έως κακές παραγωγές που οι φίλοι του είδους προσπαθούν να ξεχάσουν.
Το «Hell of the Living Dead» του Bruno Mattei (που στα credits αναφέρεται ως Vincent Dawn) ανήκει στην δεύτερη κατηγορία αν και είναι συζητήσιμη η ακριβής θέση αξιολόγησής του. Γενικά θεωρείται κακό φιλμ αλλά δεν θα με εξέπληττε αν έβρισκα λίγους πιστούς οπαδούς του από τον χώρο του cult cinema τρόμου που να το εκτιμούν έστω κι αν παραδέχονται τη μετριότητά του από εκτελεστική/τεχνική άποψη.
Στο «Hell of the Living Dead» παρακολουθούμε την περιπλάνηση μιας τετραμελούς ομάδας κομάντο στη ζούγκλα της Νέας Γουινέας όπου πολεμούν ορδές αιμοδιψών ζόμπι. Δύο ρεπόρτερ που βρέθηκαν στην ίδια περιοχή για να ανακαλύψουν την αιτία πίσω από την επιδημία νεκροζώντανων ενώνονται μαζί τους στον αγώνα επιβίωσης παρότι οι σκοποί τους είναι διαμετρικά αντίθετοι.
Η εξάπλωση των ζόμπι οφείλεται όπως βλέπουμε στην αρχή του έργου σε ένα επιστημονικό πρόγραμμα που πήγε στραβά (ως συνήθως). Διαρροές ενός μυστηριώδους αερίου από τα κοντέινερ ενός επιστημονικού κέντρου της Νέας Γουινέας εξαπλώθηκαν στην ατμόσφαιρα μετατρέποντας τους κατοίκους της γύρω περιοχής σε ζόμπι.
Οι ρεπόρτερ λοιπόν θέλουν να βγάλουν στη φόρα τους πραγματικούς λόγους του δυσάρεστου συμβάντος ενώ οι κομάντο έχουν ως στόχο τον εντοπισμό του ερευνητικού κέντρου και την καταστροφή των ενοχοποιητικών στοιχείων του προγράμματος που απ’ ό,τι φαίνεται αποσκοπούσε σ’ ένα βαθύτερο, εξαιρετικά ανήθικο σχέδιο.
Ο πρωτότυπος ιταλικός τίτλος του «Hell of the Living Dead» είναι «Virus». Πέραν αυτού έχει κυκλοφορήσει και με τους τίτλους «Night of the Zombies» (Νορβηγία), «Hell of the Living Death» (Βέλγιο) και «Zombie Creeping Flesh» (Μ. Βρετανία). Ένα από τα φιλμ-ντοκιμαντέρ απ’ όπου το «Hell of the Living Dead» εισήγαγε πλάνα είναι το γαλλικό «La Vallée» του 1972.
Από την αρχή καθίσταται σαφής η πεπατημένη οδός που ακολουθεί το «Hell of the Living Dead» χρησιμοποιώντας τα κλισέ των ταινιών με ζόμπι. Είναι επίσης φανερό ότι στον τομέα της βίας ο σκηνοθέτης δεν χαρίζει κάστανα, απεικονίζοντας λεπτομερώς πολλές αιματοβαμμένες σκηνές όπως φαγώματα ζωντανών, βγαλσίματα εντοσθίων, τραύματα από πυροβολισμούς στο κεφάλι των ζόμπι κλπ.
Αυτό που γίνεται όμως επίσης φανερό και που χτυπάει πολύ άσχημα είναι η χρησιμοποίηση παράταιρων πλάνων της άγριας φύσης και τελετών ιθαγενών φυλών. Όπως εύκολα θα μπορούσε να μαντέψει κάποιος, δεν είναι γυρισμένα από τους δημιουργούς αυτού του φιλμ αλλά παρμένα από διάφορα ντοκιμαντέρ και ενσωματώθηκαν πρόχειρα στο «Hell of the Living Dead»! Όχι ότι θα ενοχλούσαν 1-2 σύντομα πλάνα τέτοιας φύσης αλλά στο έργο του Bruno Mattei παραείναι πολλά και εντελώς αταίριαστα μ’ αυτό (π.χ. οι διαφορές στα χρώματα προφανείς).
Άλλο σοβαρό μειονέκτημα είναι το αργό tempo που κάνει το φιλμ ενοχλητικά κουραστικό. Όσο για την ηθοποιία…αυτή βρίσκεται κάτω του μετρίου. Η ταινία προσπαθεί να ξεφύγει από την ολική ρηχότητα προβάλλοντας σημαντικά κοινωνικά θέματα όπως ο υπερπληθυσμός, η εκμετάλλευση των φτωχών ανθρώπων του τρίτου κόσμου κ.α. θιγμένα μέσα από ένα αμφιλεγόμενο συνωμοσιολογικό πρίσμα και με μια τελική νότα απαισιοδοξίας.
Ποια είναι λοιπόν η τελική ετυμηγορία μου; Γενικά δεν θα διαφωνήσω ιδιαίτερα με την πλειοψηφία των αρνητικών κριτικών που κατακεραύνωσαν το «Hell of the Living Dead» αφού πρόκειται για αντικειμενικά κακοφτιαγμένη ταινία. Αποστασιοποιούμαι όμως από το ολοκληρωτικό θάψιμο αφού πιστεύω ότι έχει μερικές καλές και αξιομνημόνευτες στιγμές που προσδίδουν αέρα «καλτίλας» στο παρακμιακό φιλμ του Mattei. Δεν είναι τυχαίος κι ο χαρακτηρισμός «τόσο κακό που είναι καλό» που απέκτησε συν τω χρόνω. Οι λάτρεις των ζόμπι για την ιστορία και μόνο πρέπει να το βρουν.
Θετικά: Άφθονο gore, ωραία μουσική, η συνωμοσιολογική θεωρία που υποβόσκει και κάνει πιο πικάντικη την ταινία.
Αρνητικά: Ενοχλητικά βραδύς ρυθμός, ανεπαρκής ηθοποιία, αδικαιολόγητες και αταίριαστες εισαγωγές πλάνων από άλλα φιλμ, προβληματική σκηνοθεσία εν γένει.
Συμπέρασμα: Αυστηρά μόνο για τους λάτρεις των ζόμπι…αν και αυτοί παίζει να το βαρεθούν.
Βαθμός:
Gore:
👆 Οι καλύτερες σκηνές (spoilers):
- Ο ιερέας ζόμπι με την χαρακτηριστική, αποκρουστική φάτσα και το βλέμμα ψυχάκια!
- Η ατμοσφαιρική μουσική των Goblin που όμως είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στο soundtrack του «Dawn of the Dead»!
- Η σκηνή με τη γάτα που ξεπετάγεται από τα σπλάχνα μιας γριάς ζόμπι.
- Μια εντυπωσιακή εξόρυξη γλώσσας και οφθαλμών. Ο cult αέρας που λέγαμε…