Η άποψη που θέλει πολλές νουβέλες του Stephen King να βρίσκουν μέτρια εκτέλεση στη μεγάλη οθόνη έρχεται να επιβεβαιωθεί με ταινίες όπως το «Riding The Bullet» του 2004. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Mick Garris, ένας παραγωγικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ειδικότερα στον τομέα των τηλεοπτικών σειρών και τηλεταινιών αλλά και δημιουργό μερικών αμφιλεγόμενων ταινιών της μεγάλης οθόνης όπως τα «Critters 2», «The Fly 2» και «Sleepwalkers». Στο φιλμ συμμετέχει και ένα αξιόλογο επιτελείο ηθοποιών από τους οποίους ξεχωρίζουν οι David Arquette (ο γνωστός τσαπατσούλης αστυνόμος Dewey του «Scream» franchise), Barbara Hershey (Hannah and her Sisters, Black Swan κ.α.) και Jonathan Jackson (Tuck Everlasting, Insomnia κ.α.).
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από το περιπετειώδες ταξίδι του νεαρού Alan με προορισμό το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται σοβαρά η μητέρα του – ο μόνος κοντινός του άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Alan είναι ένας προβληματικός νέος με ταλέντο στη ζωγραφική το οποίο αφιερώνει όμως σε σκοτεινά θέματα όπως ο θάνατος. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας ο νεαρός λαμβάνει τα δυσάρεστα μαντάτα για τη νοσηλεία της μητέρας του μακριά στη γενέτειρά του. Χωρίς να χάσει χρόνο αφήνει το Maine όπου σπουδάζει και ξεκινάει για το νοσοκομείο άλλοτε πεζός και άλλοτε κάνοντας ωτοστόπ. Η διαδρομή αποδεικνύεται απρόβλεπτη, ταραχώδης, γεμάτη εκπλήξεις, συνταρακτικές αποκαλύψεις και μακάβρια οράματα που θα αλλάξουν άρδην τον τρόπο με τον οποίο ο Alan βλέπει τον κόσμο και τη ζωή γενικότερα.
Το παλιό ερυθρό αυτοκίνητο που οδηγεί ο νεκρός υποτίθεται ότι είναι μια Plymouth Fury του 1958 όπως και στο…«Christine».
Το «Riding the Bullet» κινείται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και τρόμου με την ιστορία να λαμβάνει χώρα το 1969. Η παλαβή σεκάνς της απόπειρας αυτοκτονίας του Alan προς την αρχή σηματοδοτεί την χαβαλεδιάρικη ρότα που θα ακολουθήσει η ταινία. Το πιο ενδιαφέρον μέρος είναι αναμφίβολα το επεισοδιακό ταξίδι του Alan κατά μήκος του δρόμου τη νύχτα που αποτελεί και το μεγαλύτερο χρονικά κομμάτι του έργου. Οι διαδοχικές συναντήσεις του ήρωα με παράφρονες οδηγούς, άγρια λυκόσκυλα, πεθαμένους τύπους/φαντάσματα και τα πολλαπλά οράματα που τον ταλανίζουν, συγκροτούν τον κύριο άξονα παραγωγής τρόμου και χαβαλέ γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το story.
Ικανοποιητική είναι και η ανάπτυξη του απαισιόδοξου χαρακτήρα του Alan καθώς και της ψιλοπαρακμιακής μητέρας του. Οι εικόνες του νυχτερινού δρόμου διαμορφώνουν ένα επιβλητικό, σκοτεινό σκηνικό που μας αγριεύει. Επιπλέον, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο συχνό μπέρδεμα φαντασίας και πραγματικότητας και στην εμφάνιση ενός δεύτερου, «εικονικού» Alan, αυτόν που σκέπτεται τι μπορεί να συμβεί τις αμέσως επόμενες στιγμές. Αυτά εξασφαλίζουν τουλάχιστον μια παραισθησιακή και διασκεδαστική ατμόσφαιρα που σταδιακά όμως φθίνει σε ενδιαφέρον και ποιότητα.
Στον πλούσιο καμβά, εισάγονται και τα απαραίτητα μηνύματα ηθικού και κοινωνικού τύπου (π.χ. η εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ) ενώ στο αρχικό ανάλαφρο στιλ κινούνται και οι γενικά καλές ερμηνείες. Δυστυχώς όμως δεν λειτουργούν όλα ιδανικά. Αυτές οι αλλεπάλληλες εναλλαγές φαντασίας και πραγματικότητας καθώς και οι σκέψεις του δεύτερου, φανταστικού Alan για τα μελλούμενα κάπου χάνουν την φρεσκάδα τους και γίνονται κουραστικές έως και εκνευριστικές. Επίσης ο αργός ρυθμός εξηγεί γιατί μας πιάνει περιστασιακή βαρεμάρα. Ίσως τελικά φταίει και η ίδια η δομή της ιστορίας που σίγουρα δεν είναι και η πιο συναρπαστική που έχει γράψει ο King με αποτέλεσμα η κινηματογραφική της μεταφορά να χάνει εκ των πραγμάτων σε ενδιαφέρον, συγκίνηση και σασπένς.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια νωχελική ταινία που δύσκολα θα ξαναβλέπατε. Σίγουρα υπάρχουν πολλές ανώτερες μεταφορές του Stephen King στον horror κινηματογράφο. Αν πάλι έχετε δει τα καλύτερα φιλμ της συγκεκριμένης συνομοταξίας και ψάχνετε και τα υπόλοιπα για την εμπειρία, τότε περάστε και από τούτο εδώ.